Η Ανώνυμη Ελληνική Εταιρεία Χημικών Προϊόντων και Λιπασμάτων

ΙΣΤΟΡΙΑ
Τμήμα της μονάδας ΑΕΕΧΠΛ το 1998. Φωτογραφία τραβηγμένη από την θάλασσα.
Αρχείο Εργαστηρίου Αστικού Περιβάλλοντος, Σχολή Αρχιτεκτόνων Μηχανικών, Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο.
1880 - 1910
Δημιουργία νέας παραθαλάσσιας βιομηχανικής ζώνης
1909
ίδρυση της Ανώνυμης Ελληνικής Εταιρείας Χημικών Προϊόντων και Λιπασμάτων
1910
Ολοκλήρωση κατασκευής εγκαταστάσεων και αγορά μηχανημάτων
1912
Το μετοχικό κεφάλαιο της Εταιρείας έφτασε τις 5.000.000 δρχ.
1914
ολοκληρώθηκε η κατασκευή του υαλουργείου
1917
Εταιρεία αποφάσισε να προχωρήσει σε απολύσεις παρά τις πιέσεις των εργατών για αποζημίωση και εκ περιτροπής εργασία.
1920
Η εταιρεία αγόρασε τη μεταλλευτική Εταιρεία Λιγνιτωρυχείων «Μήλεσι», τα ορυχεία Ωρωπού, Κορώνης, Ζαχάρως και Πασσά Ευβοίας, ενώ εκμίσθωσε τα μεταλλεία Κασσάνδρας.
1921
1921, η Εταιρεία είχε επεκτείνει τον κύκλο της παραγωγής της και είχε επιτύχει την αυτονομία της σε καύσιμες και πρώτες ύλες.
1946
ο Αλέξανδρος Αθανασιάδης – Μποδοσάκης απέκτησε την πλειοψηφία των μετοχών της Εταιρείας.
1960
η Εταιρεία προχώρησε σε νέες επεκτάσεις και ανανέωση του εξοπλισμού της.
1970
άρση της κρατικής στήριξης και των φορολογικών ατελειών της Εταιρείας
1988
δολοφονία του Αλέξανδρου Αθανασιάδη –Μποδοσάκη
1993
χρεωκοπία και οριστικό κλείσιμο της εταιρείας
2003
τμήμα της έκτασης αυτής και συγκεκριμένα το σύνολο του παράκτιο μετώπου της έκτασης παραχωρήθηκε στον ΟΛΠ Α.Ε
Μετά το 1880,

η Ηετιώνεια Ακτή και οι γειτονικοί όρμοι της Δραπετσώνας –Σφαγείων και Φωρών– μεταμορφώθηκαν σε μια νέα παραθαλάσσια βιομηχανική ζώνη που αναπτυσσόταν ταχύτατα, σταδιακά έως το 1910, ενώ οι λιμενικές εγκαταστάσεις επεκτάθηκαν εκ νέου για να ανταποκριθούν στις νέες ανάγκες. Το επίκεντρο της βιομηχανικής παραγωγής του Πειραιά μεταφέρθηκε από την Λεύκα και τα Καμίνια στο παράκτιο μέτωπο. Η ίδρυση της Ανώνυμης Ελληνικής Εταιρείας Χημικών Προϊόντων και Λιπασμάτων το 1909 επισφράγισε τον μετασχηματισμό του χώρου σε επίκεντρο της βιομηχανικής ανάπτυξης του Πειραιά, λόγω του μεγέθους της, του όγκου της παραγωγής και της εργατικής δύναμης που απασχόλησε. Η επιλογή του χώρου ήταν συνδεδεμένη με τα πλεονεκτήματα που εξασφάλιζε: η άμεση πρόσβαση στο λιμάνι πρόσφερε φτηνότερες πρώτες ύλες, λόγω της μείωσης του κόστους μεταφοράς, αλλά και ταχύτητα στη διακίνηση των προϊόντων.

 
Η Εταιρεία ιδρύθηκε το 1909,

με εταιρικό κεφάλαιο 2.000.000 δρχ. –διαιρεμένο σε 20.000 ισάξιες μετοχές– και μετόχους πλήθος κεφαλαιούχων, επιστημόνων, χημικών, γεωπόνων και μηχανικών, αλλά και απευθείας συμμετοχή της Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος, της Τράπεζας Αθηνών και της Τράπεζας της Ανατολής, αναδεικνύοντας ένα καινοτόμο εταιρικό μοντέλο για την εποχή. Η Εταιρεία είχε ως σκοπό την παραγωγή και εμπορία οξέων, λιπασμάτων και εν γένει χημικών προϊόντων. Η βιομηχανική μονάδα της Εταιρείας Λιπασμάτων εγκαταστάθηκε στην παραθαλάσσια περιοχή του κάβου Κράκαρη σε έκταση 57.380 τ.μ. που άνηκε εξ αδιαιρέτου στους Λεόντιο Οικονομίδη και Νικόλαο Κανελλόπουλο. Η Εταιρεία εκτεινόταν αρχικά δυτικά ως τα δημοτικά σφαγεία του Πειραιά και ανατολικά μέχρι το ναυπηγείο Βασιλειάδη.

Τον Οκτώβριο του 1910,

ολοκληρώθηκε η κατασκευή των εγκαταστάσεων και η αγορά των μηχανημάτων –για τα οποία δαπανήθηκαν 1.375.000 δρχ.– και το εργοστάσιο ξεκίνησε να λειτουργεί με ατμομηχανή 600 ίππων. Αρχικά λειτούργησαν οι μονάδες παραγωγής θειικού οξέος, θειικού σιδήρου, υπερφωσφορικού ασβεστίου και οξέων. Επιπλέον κατασκευάστηκε προβλήτα και ταινιόδρομος για φορτοεκφόρτωση των πλοίων με πρώτες ύλες και εμπορεύματα. Όπως έχει επισημάνθει στη βιβλιογραφία η ΑΕΕΧΠΛ εξέφραζε μια νεοτερική και δυναμική εκδοχή βιομηχανικής δραστηριότητας η οποία εκτεινόταν από την ίδια την εταιρική της συγκρότηση και τη στελέχωσή της με ειδικευμένους τεχνικούς, έως τον διαρκή εκσυγχρονισμό των εγκαταστάσεων και την ταυτόχρονη εισαγωγή τεχνολογίας και τεχνογνωσίας με στόχο την ανανέωση της παραγωγής και την ανάπτυξη της αγοράς εντός και εκτός συνόρων.

Η βιομηχανική μονάδα της Α.Ε.Ε.Χ.Π.Λ. δέσποζε στον χώρο και στην οικονομική ζωή της πόλης του Πειραιά από τα πρώτα χρόνια της ίδρυσής της αυξάνοντας συνεχώς τον όγκο της παραγωγής και το προσωπικό της. Το 1912, το μετοχικό κεφάλαιο της Εταιρείας έφτασε τις 5.000.000 δρχ.,η παραγωγή θειικού οξέος διπλασιάστηκε, ενώ αποφασίστηκε και η δημιουργία υαλουργείου για την κατασκευή των «δαμιζάνων» συσκευασίας των οξέων ώστε να καθετοποιηθεί η παραγωγή. Παράλληλα, η μονάδα θα παρήγαγε φιάλες, είδη λευκού γυαλιού και υαλοπίνακες. Η επιλογή αυτή συνδέεται και με τις επιχειρηματικές δραστηριότητες των μετόχων της στην «Ελληνική Εταιρεία Οίνων και Οινοπνευμάτων». Τον Ιανουάριο του 1914, ολοκληρώθηκε η κατασκευή του υαλουργείου, αλλά η παραγωγή ξεκίνησε πραγματικά μετά το τέλος του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Σε όλη τη διάρκεια του πολέμου, η μονάδα αντιμετώπισε δυσχέρειες, με αποτέλεσμα τη μειωμένη παραγωγή, αλλά και την τμηματική διακοπή των εργασιών λόγω των ελλείψεων στην προμήθεια πρώτων υλών και καυσίμων, της μειωμένης ζήτησης και της υπερτίμησης των προϊόντων, της αύξησης των ναύλων, του γενικού αποκλεισμού και της επιστράτευσης.

Μετά το τέλος του πολέμου,

και κυρίως μετά τη λήξη της μικρασιατικής εκστρατείας, η Εταιρεία πέρασε σε μια νέα περίοδο ανάπτυξης. Το σύνολο των τμημάτων της πολύ γρήγορα έφτασε και ξεπέρασε τα προπολεμικά επίπεδα παραγωγής, ενώ και το υαλουργείο ξεκίνησε τη λειτουργία του με γερμανούς και ιταλούς φυσητές. Παράλληλα, η Εταιρεία προχώρησε σε επενδύσεις που της επέτρεψαν να εξασφαλίσει την αυτονομία της σε καύσιμες ύλες (λιγνίτης) και πρώτες ύλες (σιδηροπυρίτης). Το 1920, αγόρασε τη μεταλλευτική Εταιρεία Λιγνιτωρυχείων «Μήλεσι», τα ορυχεία Ωρωπού, Κορώνης, Ζαχάρως και Πασσά Ευβοίας, ενώ εκμίσθωσε τα μεταλλεία Κασσάνδρας. Το 1921, η Εταιρεία είχε επεκτείνει τον κύκλο της παραγωγής της και είχε επιτύχει την αυτονομία της σε καύσιμες και πρώτες ύλες. Συνέχισε την αναπτυξιακή της πορεία έως την έναρξη του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου.

Παρά τη συνεχή ανάπτυξη της παραγωγής, όπως μαρτυρούν οι ισολογισμοί της Εταιρείας και τα εγκωμιαστικά σχόλια του Τύπου για τις «νεωτερικές» παροχές προς το προσωπικό, στη βιομηχανική μονάδα της Δραπετσώνας οι συνθήκες εργασίας ήταν σκληρές, και οι εργασιακές σχέσεις ιδιαίτερα ρευστές και γεμάτες συγκρούσεις. Το 1917 εντοπίζονται τα πρώτα δημοσιεύματα για μισθολογικές διεκδικήσεις και κινητοποιήσεις στο εργοστάσιο.
Το Ιούλιο του 1917,

η Εταιρεία αποφάσισε να προχωρήσει σε απολύσεις παρά τις πιέσεις των εργατών για αποζημίωση και εκ περιτροπής εργασία. Σε ολόκληρη την περίοδο του Μεσοπολέμου οι διεκδικήσεις των εργατών θα είναι συνεχείς και οι συγκρούσεις ιδιαίτερα σκληρές.

Η λήξη του Β΄ Παγκόσμιου Πολέμου βρήκε την Εταιρεία με μεγάλες ζημιές στις υποδομές της από τους βομβαρδισμούς, αλλά και την ελληνική ύπαιθρο ρημαγμένη. Την ίδια στιγμή  –το 1946– ο Αλέξανδρος Αθανασιάδης – Μποδοσάκης απέκτησε την πλειοψηφία των μετοχών της Εταιρείας. Τα κεφάλαια του νέου ιδιοκτήτη,  νέα δάνεια και η ενίσχυση από το σχέδιο Μάρσαλ συνέβαλλαν στην ομαλή επανέναρξη της επιχείρησης, στην ανασυγκρότηση του κτιριακού και μηχανολογικού της εξοπλισμού   αλλά και στην γρήγορη συνέχιση της αναπτυξιακής της πορείας, μεταπολεμικά. Στα μέσα της δεκαετίας του 1960 η Εταιρεία προχώρησε σε νέες επεκτάσεις (νέα μονάδα θειικού οξέος) και ανανέωση του εξοπλισμού της. Μετά το 1970, η μείωση της αγροτικής παραγωγής σε πανελλαδικό επίπεδο συνοδεύτηκε από την άρση της κρατικής στήριξης και των φορολογικών ατελειών της Εταιρείας με αποτέλεσμα μια μακρά περίοδο παρατεταμένης κρίσης που κορυφώθηκε με τη δολοφονία του Αλέξανδρου Αθανασιάδη –Μποδοσάκη (τον Μάρτιο του 1988). Την ίδια στιγμή η Εταιρεία  αδυνατούσε να ανταποκριθεί στο κόστος των εκτεταμένων επενδύσεων στις οποίες  θα έπρεπε να προχωρήσει λόγω της περιβαλλοντικής επιβάρυνσης  που προκαλούσε. Οι πολλαπλές λοιπόν  αυτές κρίσεις δεν κατέστει εφικτό να ξεπεραστούν, τα χρέη συσσωρεύονταν και η Εταιρεία  –το πλειοψηφικό πακέτο μετοχών της οποίας συνέχιζε να κατέχει ο Όμιλος Μποδοσάκη–οδηγήθηκε στην χρεωκοπία και στο οριστικό κλείσιμο της το 1993. Οι εγκαταστάσεις πέρασαν στην Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος και συγκεκριμένα στην θυγατρική της, την Πρότυπο Κτηματική.

Το 2003,

τμήμα της έκτασης αυτής και συγκεκριμένα το σύνολο του παράκτιο μετώπου της έκτασης παραχωρήθηκε στον ΟΛΠ Α.Ε. με στόχο να αυξηθεί η περιουσία του Οργανισμού που εισερχόταν στο Χρηματιστήριο. Παράλληλα προχώρησε η διαδικασία για την κατεδάφιση των εγκαταστάσεων του εργοστασίου.  Το φθινόπωρο εκείνης της χρονιάς, ολοκληρώθηκε η κατεδάφιση του συνόλου σχεδόν των μονάδων του βιομηχανικού συγκροτήματος. 105 από τις 109 μονάδες δομημένης επιφάνειας, έκτασης μεγαλύτερης από 140.000 τετραγωνικά μέτρα ισοπεδώθηκαν.

Αφηγήσεις

Σημεία ενδιαφέροντος:

Ταινιόδρομος Κράκαρη
Μονάδα Ενέργειας
Σιλό
Υαλουργείο
Σφαγεία
Υδατόπυργος
Εργατικός οικισμός
Ινστιτούτο χημείας

Ενδεικτική βιβλιογραφία

  • Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο – Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών, Ιστορικός βιομηχανικός εξοπλισμός στην Ελλάδα, Αθήνα 1998
  • Ιστορικό Αρχείο Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδας
  • Ελληνική Εταιρεία Χημικών Προϊόντων και Λιπασμάτων, Έκθεσεις του Διοικητικού Συμβουλίου προς την Γενικήν Συνέλευσιν των μετόχων επί του Γενικού Ισολογισμού των ετών 1922-1928
  • Ελένη Κυραμαργιού, Δραπετσώνα 1922-1967. Ένας κόσμος στην άκρη του κόσμου, Αθήνα 2019
  • Ε. Μαΐστρου / Δ. Μαυροκορδάτου / Γ. Μαχαίρας / Ν. Μπελαβίλας / Λ. Παπαστεφανάκη / Γ. Πολύζος, Ανώνυμη Ελληνική Εταιρεία Χημικών Προϊόντων και Λιπασμάτων (1909-1993), Λιπάσματα Δραπετσώνας, Αθήνα 2007
  • Χρήστος Χατζηιωσήφ, Η γηραιά Σελήνη. Η βιομηχανία στην ελληνική οικονομία, 1830-1940, Αθήνα 1993
 
Κείμενα
  • Ελένη Κυραμαργιού, Ιστορικός, Εντεταλμένη Ερευνήτρια του Ινστιτούτου Ιστορικών Ερευνών του Εθνικού Ιδρύματος Ερευνών
 
Φωτογραφίες
  • Παραχώρηση από το αρχείο του Εργαστηρίου Αστικού Περιβάλλοντος της σχολής Αρχιτεκτόνων Μηχανικών του ΕΜΠ & από το Ιστορικό Αρχείο Εθνικής Τράπεζας.

Σε συνεργασία:

Με την επιχορήγηση και την αιγίδα: