Podcast: “Πάρκο Εργατιάς”
Ένα ηχητικό ντοκιμαντέρ για την ιστορία των Λιπασμάτων και των ανθρώπων που έζησαν και εργάστηκαν στην περιοχή

Το “Πάρκο Εργατιάς” είναι ένα ηχητικό ντοκιμαντέρ έξι επεισοδίων που ρίχνει φως στην ιστορία των Λιπασμάτων και των ανθρώπων που έζησαν και εργάστηκαν στην περιοχή.

Σε κάθε επεισόδιο, ερευνητές, τοπικοί φορείς, κάτοικοι της περιοχής, και πρώην εργαζόμενοι αφηγούνται ιστορίες πίσω από την άνοδο και την πτώση του εργοστασίου, τα σιωπηλά χρόνια της εγκατάλειψής του, και τους μακροχρόνιους αγώνες που οδήγησαν στο σήμερα.

«Πάρ’ το στεφάνι μας, πάρ’ το γεράνι μας, στη Δραπετσώνα πια δεν έχουμε ζωή», έγραψε ο Τάσος Λειβαδίτης πίσω στο 1960, ένας στίχος που έμεινε ανεξίτηλος στη συλλογική μνήμη μέσα από τη φωνή του Γρηγόρη Μπιθικώτση.

Κρατώντας στο νου το τραγούδι και ακολουθώντας το μονοπάτι δίπλα στη θάλασσα, στο σημερινό πάρκο των Λιπασμάτων στη Δραπετσώνα, συναντάς οικογένειες σε αυτοσχέδια παιδικά πάρτυ ή παρέες να χαζεύουν ξέγνοιαστα τη θάλασσα και αναρωτιέσαι γιατί ο Λειβαδίτης να έγραψε έναν τόσο πονεμένο στίχο.
Την προσοχή τραβάει απότομα η επιβλητική ασπροκόκκινη καμινάδα και το σιλό, εκεί που κάποτε βρισκόταν το εργοστάσιο των Λιπασμάτων και καταλαβαίνεις ότι τα πράγματα δεν ήταν πάντα ξέγνοιαστα σε αυτή την πόλη. Στα ερείπια των μονάδων του εργοστασίου, κρύβονται οι μνήμες μιας πόλης που γεννήθηκε μέσα από τις στάχτες της.

Πώς το εργοστάσιο που όρισε τη μοίρα της Δραπετσώνας κατάφερε να μετατραπεί σε ένα πάρκο-σύμβολο κοινωνικών διεκδικήσεων για το δικαίωμα στο δημόσιο χώρο; Ποια η πραγματικότητα των κατοίκων και εργαζομένων του εργοστασίου για σχεδόν έναν αιώνα και ποιο το τίμημα που έπρεπε να πληρώσουν;

Ακούστε τα επεισόδια μέσα από το κανάλι του Πολυχώρου Λιπασμάτων στο spotify, στα google και apple podcast.

  • Για άτομα με προβλήματα ακοής μπορείτε να διαβάσετε το περιεχόμενο του κάθε επεισοδίου παρακάτω.
  • Τα νέα επεισόδια θα ανεβαίνουν στις πλατφόρμες podcast κάθε δύο εβδομάδες. Μείνετε συντονισμένοι στα social media του Πολυχώρου για να ενημερώνεστε σχετικά με την πρεμιέρα κάθε νέου επεισοδίου.

Το “Πάρκο Εργατιάς” είναι ένα έργο του Κέντρου Δια Βίου Μάθησης Κερατσινίου – Δραπετσώνας σε συνεργασία με τον οργανισμό COMM’ON με την υποστήριξη του Δήμου Κερατσινίου – Δραπετσώνας. Η παραγωγή έγινε από την Spoovio με την επιχορήγηση του Υπουργείου Πολιτισμού.

  • Έρευνα – Σενάριο – Αφήγηση:
    Έλλη Ξυπολιτάκη

  • Sound Design – Μίξη ήχου:
    Βασίλης Βήτας, Έλλη Ξυπολιτάκη

Trailer

Διαβάστε περισσότερα
Η ελληνική πολιτεία χρωστάει, κυριολεκτικά, σε αυτό τον τόπο για αυτό που υπέστη έναν αιώνα και τρεις γενιές κατοίκων της.
Για εμάς ήταν μια ουτοπία το να μπορέσουμε να φτάσουμε τη θάλασσα. Έτσι το βλέπαμε.

«Πάρ’ το στεφάνι μας, πάρ’ το γεράνι μας, στη Δραπετσώνα πια δεν έχουμε ζωή», γράφει ο Τάσος Λειβαδίτης πίσω στο 1960, ένας στίχος που έμεινε ανεξίτηλος στη συλλογική μνήμη μέσα από τη φωνή του Γρηγόρη Μπιθικώτση. Κρατώ στο νου μου το τραγούδι και ακολουθώ το μονοπάτι δίπλα στη θάλασσα, στο σημερινό πάρκο των Λιπασμάτων στη Δραπετσώνα. Στη διαδρομή, συναντώ οικογένειες σε αυτοσχέδια παιδικά πάρτυ ή παρέες να χαζεύουν ξέγνοιαστα τη θάλασσα και αναρωτιέμαι γιατί ο Λειβαδίτης να έγραψε έναν τόσο πονεμένο στίχο. Την προσοχή μου τραβάει απότομα η επιβλητική ασπροκόκκινη καμινάδα και το σιλό, εκεί που κάποτε βρισκόταν το εργοστάσιο των Λιπασμάτων. Καταλαβαίνω ότι τα πράγματα δεν ήταν πάντα ξέγνοιαστα σε αυτή την πόλη. Στα ερείπια των μονάδων του εργοστασίου, κρύβονται οι μνήμες μιας πόλης που γεννήθηκε μέσα από τις στάχτες της.

Είμαι η Έλλη Ξυπολιτάκη και αυτό είναι το «Πάρκο Εργατιάς», ένα ηχητικό ντοκιμαντέρ έξι επεισοδίων που ρίχνει φως στην ιστορία των Λιπασμάτων και των ανθρώπων που έζησαν και εργάστηκαν στην περιοχή. Σε κάθε επεισόδιο, συνομιλώ με ερευνητές, τοπικούς φορείς, κατοίκους της περιοχής, και πρώην εργαζομένους, προκειμένου να ανακαλύψω τις ιστορίες πίσω από την άνοδο και την πτώση του εργοστασίου, τα σιωπηλά χρόνια της εγκατάλειψής του, και τους μακροχρόνιους αγώνες που οδήγησαν στο σήμερα.

Το «Πάρκο Εργατιάς» είναι μια παραγωγή του Spoovio σε συνεργασία με τον Πολυχώρο Λιπασμάτων, το Κέντρο Δια Βίου Μάθησης Κερατσινίου – Δραπετσώνας, τον οργανισμό COMM’ON και το Δήμο Κερατσινίου – Δραπετσώνας. Πραγματοποιείται με την επιχορήγηση του Υπουργείου Πολιτισμού.

Μια Κοινωνία Γεννιέται στις Μάντρες των Εργοστασίων

Διαβάστε περισσότερα

Στο πρώτο επεισόδιο ακούγονται οι:

  • Ελένη Κυραμαργιού (ΕΚ): Ιστορικός, Εντεταλμένη ερευνήτρια στο Ινστιτούτο Ιστορικών Ερευνών του Εθνικού Ιδρύματος Ερευνών
  • Νίκος Μπελαβίλας (ΝΜ): Καθηγητής Πολεοδομίας και Ιστορίας της πόλης, Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο, Επιστημονικός Υπεύθυνος για το Ειδικό Πολεοδομικό Σχέδιο του Πολυχώρου Λιπασμάτων Δραπετσώνας
Ν.Μ: «Έχουμε συνοικισμούς οι οποίοι κυριολεκτικά ακουμπάνε τα εργοστάσια, με χιλιάδες ανθρώπους που κατοικούν εκεί και κάθε πρωί είναι στημένοι για το μεροκάματο, είτε ως εργολαβικοί εργάτες είτε ως μόνιμοι εργάτες των λιπασμάτων που φτάνουν να μετράνε πάνω από 3.000 χέρια εργατικά στη περίοδο της άνθησης τους.»

Ο χώρος των Λιπασμάτων σήμερα δε μοιάζει σε τίποτα με τον παλιό του εαυτό. Πλέον δεν υπάρχουν εργάτες στημένοι στην ουρά για το μεροκάματο, αλλά άνθρωποι που κάνουν βόλτες, αθλούνται ή συμμετέχουν σε πολιτιστικές εκδηλώσεις. Το μόνο πράγμα που θυμίζει το παρελθόν, είναι οι τέσσερις εργοστασιακές μονάδες που στέκονται αγέρωχες στο χώρο μαζί με τις προσωπικές αφηγήσεις όσων τα έζησαν. Όμως η ιστορία των Λιπασμάτων, είναι μια ιστορία τόσο παλιά όσο η ιστορία της ίδιας της πόλης και για να κατανοήσουμε το σήμερα, θα πρέπει να πάμε πίσω, στον προηγούμενο αιώνα, τότε που η ίδρυση του εργοστασίου των Λιπασμάτων έχτισε τα θεμέλια ολόκληρης της Δραπετσώνας.

Είμαι η Έλλη Ξυπολιτάκη και αυτό είναι το «Πάρκο Εργατιάς», ένα ηχητικό ντοκιμαντέρ έξι επεισοδίων που ρίχνει φως στην ιστορία των Λιπασμάτων και των ανθρώπων που έζησαν και εργάστηκαν στην περιοχή. Σε κάθε επεισόδιο, συνομιλώ με ερευνητές, τοπικούς φορείς, κατοίκους της περιοχής, και πρώην εργαζομένους, προκειμένου να ανακαλύψω τις ιστορίες πίσω από την άνοδο και την πτώση του εργοστασίου, τα σιωπηλά χρόνια της εγκατάλειψής του, και τους μακροχρόνιους αγώνες που οδήγησαν στο σήμερα.

Μεταφερόμαστε στο τέλος του 19ου αιώνα, όταν η περιοχή που σήμερα βρίσκεται η πόλη της Δραπετσώνας ήταν ένας τόπος έρημος, παρθένος από κάθε λογής ανθρώπινη δραστηριότητα. Συνομιλώ με το Νίκο Μπελαβίλα, Καθηγητή Πολεοδομίας και Ιστορίας της Πόλης στο Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο και την Ελένη Κυραμαργιού, Ιστορικό και Εντεταλμένη Ερευνήτρια στο Ινστιτούτο Ιστορικων Ερευνών του Εθνικού Ιδρύματος Ερευνών, οι οποίοι με βάζουν στο κλίμα εκείνης της εποχής.

Ν.Μ: «Σε μια έρημη άδεια έκταση που ξεκινάει από τον Άγιο Διονύση και φτάνει μέχρι τις άκρες του Ακροκεράμου, λοφώδης, βραχώδης, δίπλα στη θάλασσα, ουσιαστικά στη βόρεια και δυτική είσοδο του λιμανιού του Πειραιά, δεν υπήρχανε στα τελη του αιώνα παρά ελάχιστα εργαστήρια και λίγες ελάχιστες κατοικίες μαζι με το πορνείο των Βούρλων που ειχε κατασκευαστει εκεί στο τέλος του αιώνα.»

Δίπλα στην αραιοκατοικημένη τότε Δραπετσώνα, μια πόλη αναπτύσσεται μανιωδώς και πολύ γρήγορα μετατρέπεται στο πρώτο μεγάλο λιμάνι της χώρας. Αυτή δεν είναι άλλη από την πόλη του Πειραιά. Πώς συνδέεται η δημιουργία της Δραπετσώνας με τη βιομηχανική ανάπτυξη του Πειραιά και πώς οδηγούμαστε τελικά στην ίδρυση του εργοστασίου Λιπασμάτων;

Ε.Κ.: «Μετά τα τέλη του 19ου αιώνα και την περαιτέρω ανάπτυξη του λιμανιού, αρχίζει να μετατοπίζεται η βιομηχανική περιοχή του Πειραιά, από τη Λεύκα και τα Καμίνια, στο παράκτιο μέτωπο και συγκεκριμένα στους όρμους Φορών και Σφαγείων. Στον ομώνυμο όρμο, δημιουργούνται τα σφαγεία του Πειραιά, τα σφαγεία βρίσκονται στην πραγματικότητα μέσα στο χώρο του Πάρκου Λιπασμάτων σήμερα. Την ίδια περίοδο, αρχίζει σταδιακά και η μετατόπιση της βιομηχανικής ζώνης του Πειραιά προς το παράκτιο μέτωπο, όπου τα πρώτα μικρά ελαιουργεία, σαπουνοποιία και το τσιμεντοποιείο Ζαβογιάννη - Ζαμάνη δημιουργούνται στο παράκτιο αυτό μέτωπο. Παράλληλα με τις βιομηχανικές μονάδες, στην ευρύτερη περιοχή της Δραπετσώνας, τόσο γύρω από το νεκροταφείο και τα πορνεία των Βούρλων όσο και δίπλα, στην άλλη άκρη του συνοικισμού, πλάι στους τοίχους των μεγάλων αυτών εργοστασίων, αρχίζουν να χτίζονται και οι πρώτοι οικιστικοί θύλακες οι οποίοι φιλοξενούν τους εργαζόμενους στις μονάδες αυτές.»
Ν.Μ.: «Στη θάλασσα, το ναυπηγείο Βασιλειάδη που εγκαταστάθηκε στα τέλη του 19ου αιώνα, αρχές του 20ου και την ίδια εποχή άρχισαν να χτίζονται οι μόνιμες κτιστές δεξαμενές κάτω από την Ηετιώνεια. Σε αυτή την πολύ μεγάλη έκταση, ήδη ο Βασιλειάδης, το μεγάλο μηχανουργείο ήταν η πρώτη βιομηχανική εγκατάσταση, δίπλα οι λιμενικές δεξαμενές ήταν η δεύτερη βιομηχανική εγκατάσταση και ακολουθεί η εγκατάσταση του εργοστασίου των λιπασμάτων στην άκρη του ακρωτηρίου της Δραπετσώνας που σταδιακά κατέλαβε την έκταση των 240 στρεμμάτων, ένα τεράστιο μέγεθος για την βιομηχανία της εποχής.»
Ν.Μ.: «Ουσιαστικά το εργοστάσιο των λιπασμάτων της Δραπετσώνας είναι η πρώτη μεγάλης κλίμακας βαριά βιομηχανία που χωροθετείται στον Πειραιά.»

Η σταδιακή εγκατάσταση εργοστασιακών μονάδων στο μέχρι τότε απάτητο έδαφος της Δραπετσώνας, οδηγούν τελικά στην ίδρυση της πρώτης μεγάλης βιομηχανίας στην περιοχή. Στις 25 Απριλίου του 1909, ιδρύεται η Ανώνυμη Ελληνική Εταιρεία Χημικών Προϊόντων και Λιπασμάτων, γνωστή και ως «Λιπάσματα». Ποιοί ήταν οι άνθρωποι πίσω από την ίδρυση και διαμόρφωση του εργοστασίου; Σε ποιους τομείς δραστηριοποιήθηκε η εταιρεία και ποιά η ανάπτυξή της μέσα στο χρόνο;

Ν.Μ.: «1909, ιδρύεται η ΑΕΕΧΠΛ. Δύο χρόνια αργότερα έρχεται δίπλα της ακριβώς και εγκαθίσταται μια άλλη, πρωτοποριακή εταιρεία για την εποχή, που είναι η ΑΓΕΤ Ηρακλής. Την εταιρεία των λιπασμάτων, την ΑΓΕΤ Ηρακλής και μια σειρά άλλα εργοστασια χημικής βιομηχανίας επί της οδού Πειραιώς και στην Ελευσίνα τα κατασκευάζει, τα δημιουργούν, σχεδιάζουν μια ομάδα νέων μηχανικών, κυρίως χημικών και πολιτικών μηχανικών, οι οποίοι ήρθανε σπουδαγμένοι από Πολυτεχνείο της Ζυρίχης, το ΕΤΗ. Είναι αυτός ο περιβόητος Κύκλος ή Όμιλος της Ζυρίχης, όπως λέγεται από τους ιστορικούς, ανθρώπων οι οποίοι πήραν στα χέρια τους τα ηνία, τα εγκαίνια της ελληνικής βιομηχανίας και την μετασχημάτισαν μέσα στην περίοδο του μεσοπολέμου. Νικόλαος Κανελλόπουλος εκ των ιδρυτών και κορυφαίος, Αλέξανδρος Ζαχαρίου, πολιτικός μηχανικός ο οποίος πρωτοστατεί στην εισαγωγή του μπετόν-αρμέ στην Ελλάδα. Η εταιρεία σταδιακά αναπτύσσεται με οξέα, λιπάσματα, και γυαλί για τις φιάλες των οξέων και, σε δεύτερη φάση, φτιάχνεται το μεγάλο υαλουργείο, το οποίο βγάζει και καλλιτεχνήματα από γυαλί και μεγάλους υαλοπίνακες, και πρέπει να είναι το πρώτο υαλουργείο τέτοιου μεγέθους που έχουμε στην Ελλάδα. Ως τότε, τα υαλουργεία ήταν μικρές βιοτεχνίες με ανθρώπους που φυσούσαν το γυαλί, ενώ τώρα πια, υπήρξαν φούρνοι, υπήρξαν μεγάλα μηχανήματα τα οποία παρήγαγαν πλάκες γυαλιού πολύ μεγάλων διαστάσεων. Από ένα σημείο και μετά, κυρίως μετά τον πόλεμο, θα μπει δυναμικά και στον τομέα των μεταλλείων, εκμεταλλευόμενη η εταιρεία των Λιπασμάτων, μεταλλεία σε όλα την Ελλάδα, απ’ την Ερμιόνη, Χίο, έφτασε η χάρη τους μέχρι την Κύπρο.»

Σύντομα, τα Λιπάσματα μετατρέπονται σε ένα πολυδιάστατο βιομηχανικό συγκρότημα που αναπτύσσεται ραγδαία. Ο Κύκλος της Ζυρίχης, με την επιστημονική του γνώση και την έντονη επιχειρηματική δραστηριότητα που ασκεί στην περιοχή, στήνει από το μηδέν τη βιομηχανική ζώνη της Δραπετσώνας, και προδιαγράφει την ταυτότητα της, μια ταυτότητα, η οποία την ακολουθεί μέχρι και σήμερα. Παράλληλα όμως, τα Λιπάσματα ανοίγουν και ένα νέο κεφάλαιο στην ελληνική βιομηχανία. Ως ένα από τα πιο σημαντικά επιτεύγματα της Β’ βιομηχανικής επανάστασης στην Ελλάδα, η εταιρεία διατηρεί μια φυσιογνωμία πολύ διαφορετική από τις μέχρι τότε βιομηχανικές επιχειρήσεις. Στον τύπο της εποχής, υπερπροβάλλεται η συμβολή της εταιρείας στην εγκαθίδρυση ενός νεωτερικού βιομηχανικού μοντέλου, πρωτόγνωρου για τα ελληνικά δεδομένα.

Ε.Κ.: «Νομίζω ότι αυτό που φέρνει εκείνη τη στιγμή το εργοστάσιο έχει μια μοναδικότητα σε σχέση με τη σύστασή του, δηλαδή ότι δεν μετέχουν μόνο ιδιώτες, αλλά μπαίνει και το τραπεζικό σύστημα ως μέτοχοι στην ανώνυμη εταιρεία, αποκτούν μετοχές. Ταυτόχρονα, φέρνει μηχανήματα από το εξωτερικό όπως όμως φέρνουν και οι περισσότερες βιομηχανίες εκείνη την περίοδο, και δημιουργεί ένα προϊόν που μέχρι τότε δεν παραγόταν σε τόσο ευρεία κλίμακα, με στόχο να βοηθήσει στην αύξηση της παραγωγής, στην επέκταση των οικονομικών δραστηριοτήτων και να αναπτύξει με άλλους όρους τη γεωργία και την παραγωγή αγροτικών προϊόντων. Κυρίως νομίζω ότι είναι η ανάπτυξη του πληθυσμού, η ανάγκη για την ανάπτυξη της γεωργίας, την παραγωγή περισσότερων γεωργικών προϊόντων και σε συνδυασμό με την κρατική αρωγή, τη βοήθεια, τις επιδοτήσεις, τη μείωση της φορολογίας που πρόσφερε η κυβέρνηση για να μπορέσουν τα Λιπάσματα να γίνουν πιο θελκτικά προς τους αγρότες. Αυτή είναι απ’ τη μια πλευρά η βοήθεια, η αρωγή που πρόσφερε το κράτος στην ίδια την επιχείρηση.»

Ήδη από την ίδρυσή τους, τα Λιπάσματα απολάμβαναν τη στήριξη του κράτους και των τραπεζών, ένα πρωτοφανές φαινόμενο για την εποχή, που όμως δε συνέβη τυχαία. Λίγα χρόνια πριν, είχε αρχίσει να προωθείται η σημασία της χημικής λίπανσης για την ανάπτυξη της γεωργικής παραγωγής, η οποία θα αντικαθιστούσε τη χρονοβόρα μέθοδο της αγρανάπαυσης που χρησιμοποιούσαν τότε οι γεωργοί. Παράλληλα, πολλοί ειδικοί στον κλάδο της χημείας τόνιζαν ότι η Ελλάδα διαθέτει άφθονες πρώτες ύλες για τη βιομηχανική παραγωγή λιπασμάτων, οι οποίες ωστόσο παρέμεναν ανεκμετάλλευτες. Σε αυτό το σκηνικό, ο Νικόλαος Κανελλόπουλος, μαζί με τον υπόλοιπο Κύκλο της Ζυρίχης, αρπάζουν την ευκαιρία και στήνουν την πρώτη βιομηχανία παραγωγής χημικών λιπασμάτων στην Ελλάδα, δημιουργώντας μια νέα αγορά στην εγχώρια γεωργία. Ο μονοπωλιακός χαρακτήρας του εργοστασίου, σε συνδυασμό με τις ανάγκες της εποχής για αύξηση της αγροτικής παραγωγής, προσελκύει τους τραπεζικούς οργανισμούς και δημιουργεί ένα σημαντικό μοχλό πίεσης προς το κράτος, διεκδικώντας την αμέριστη στήριξή του. Με τραπεζικές και κρατικές πλάτες, και ένα μονοπώλιο που διήρκησε για περίπου μισό αιώνα, ήταν αναπόφευκτο ότι το εργοστάσιο Λιπασμάτων θα αποτελούσε τον σημαντικότερο εργοδότη της περιοχής.

Η γρήγορη ανάπτυξη του εργοστασίου συνέπεσε με μια ιστορική συγκυρία που θα άλλαζε ριζικά τα δεδομένα της περιοχής. Μετά την ήττα της Ελλάδας στον Ελληνοτουρκικό πόλεμο του ‘19-’22 και τη Μικρασιατική Καταστροφή, καταφθάνουν στο λιμάνι του Πειραιά χιλιάδες πρόσφυγες αναζητώντας μια καλύτερη ζωή. Στην ευρύτερη περιοχή, υπάρχουν ήδη, από τις αρχές του αιώνα, γειτονιές προσφύγων κυρίως από τον Εύξεινο Πόντο, όμως η Μικρασιατική Καταστροφή φέρνει στη Δραπετσώνα ένα τεράστιο αριθμό προσφύγων και, όπως είναι μάλλον προφανές, και έναν τεράστιο αριθμό εργατών.

Ε.Κ.: «Η ανάπτυξη αυτή της εταιρείας συνέπεσε με την άφιξη των προσφύγων. Οπότε η κατοίκηση της Δραπετσώνας είναι σαν να συνυπήρχε με την ανάπτυξη της εταιρείας και να ακολουθήθηκαν, κάπως, παράλληλες πορείες και αλληλοεξαρτώμενες.»
Ν.Μ: «Ήδη από το 1906-1907 έχουμε τις πρώτες ροές προσφύγων από τον Εύξεινο Πόντο κυρίως. Είμαστε πολλά χρόνια πριν από την καταστροφή της Σμύρνης. Αρμένιοι και Μαυροθαλασσίτες της Βουλγαρίας, των ακτών της Βουλγαρίας και Ρουμανίας, κατεβαίνουν μέσα στα πλαίσια των εθνοκαθάρσεων των Βαλκανίων που προκάλεσαν οι Βαλκανικοί Πόλεμοι, ο Πρώτος Παγκόσμιος Πόλεμος, μέσα στα πλαίσια της διάλυσης της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Κατεβαίνουν στον Πειραιά και τότε εντοπίζονται, στήνονται οι πρώτες παράγκες στην ακτή του Αγίου Διονυσίου. Φαίνεται ότι αυτή η πρώτη ροή γεννάει δύο γειτονιές. Η μία είναι η Δραπετσώνα και η άλλη είναι η Αρμένικη κοινότητα της Παλιάς Κοκκινιάς.
Ε.Κ.: «Ήτανε μια σχέση ανοχής, από το κράτος προς τους πρόσφυγες και αντίστροφα, η ύπαρξη αυτής της παραγκούπολης. Εννοώ δηλαδή ότι το κράτος επέτρεψε την καταπάτηση της γης, το χτίσιμο των αυτοσχέδιων αυτών παραπηγμάτων, κυρίως γιατί τα εργοστάσια της ευρύτερης περιοχής πρόσφεραν δουλειά, προσωρινή ή μονιμότερη στους πρόσφυγες και αντίστοιχα οι πρόσφυγες, κυρίως λόγω του ότι μπορούσαν στη συγκεκριμένη περιοχή να εξασφαλίσουν εργασία στις βιομηχανικές αυτές μονάδες, δεν διαμαρτύρονταν τόσο έντονα για τις συνθήκες ζωής τους. Υπήρχε μια ισορροπία. Το εργοστάσιο των Λιπασμάτων ήταν ένας βασικός ρυθμιστής, κατά τη γνώμη μου, αυτής της ισορροπίας γιατί πρόσφερε εργασία στους προσφυγικούς αυτούς πληθυσμούς. Σε κακές, πολλές φορές, συνθήκες, σε ένα ανθυγιεινό και σκληρό περιβάλλον, αλλά που η ύπαρξη εργασίας εκείνη τη στιγμή ήταν πολύ πιο σημαντική και καίρια για την επιβίωση των ανθρώπων από τις συνθήκες.»

Η βιομηχανική ανάπτυξη του Πειραιά φέρνει στο παρθένο έδαφος της Δραπετσώνας ένα εργοστάσιο που έμελλε να γίνει η ναυαρχίδα της χημικής βιομηχανίας στην Ελλάδα. Μέσα από την καινοτομία και τις ευνοϊκές οικονομικές και πολιτικές συγκυρίες, το εργοστάσιο των Λιπασμάτων χαράζει το λαμπρό του μέλλον, ένα μέλλον που χτίζεται πάνω στις πλάτες των χιλιάδων προσφύγων από την Μικρά Ασία που καταφθάνουν στην περιοχή. Δίπλα στις ακτές της Δραπετσώνας, η παραγωγή ανθίζει, οι μηχανές δουλεύουν μανιωδώς, και μέσα από την ανάγκη για επιβίωση και τον μόχθο των προσφύγων, μια κοινωνία γεννιέται στις μάντρες των εργοστασίων.

Είμαι η Έλλη Ξυπολιτάκη και αυτό ήταν το πρώτο επεισόδιο του Πάρκου Εργατιάς. Για να μην χάνετε κανένα επεισόδιο, μπορείτε να ακολουθήσετε το κανάλι του Πολυχώρου Λιπασμάτων στο Spotify και στα Google και Apple Podcasts ή σε όποια άλλη πλατφόρμα προτιμάτε.

Το «Πάρκο Εργατιάς» είναι μια παραγωγή του Spoovio σε συνεργασία με τον Πολυχώρο Λιπασμάτων, το Κέντρο Δια Βίου Μάθησης Κερατσινίου – Δραπετσώνας, τον οργανισμό COMM’ON και το Δήμο Κερατσινίου – Δραπετσώνας. Πραγματοποιείται με την επιχορήγηση του Υπουργείου Πολιτισμού.

Έρευνα – Σενάριο – Αφήγηση: Έλλη Ξυπολιτάκη
Sound Design – Μίξη ήχου: Βασίλης Βήττας, Έλλη Ξυπολιτάκη

Ένας Σύνδεσμος από το Παρελθόν

Διαβάστε περισσότερα

Στο πρώτο επεισόδιο ακούγονται οι:

  • Στέλλα Αφεντάκη (ΣΑ): Κάτοικος του εργατικού οικισμού του εργοστασίου των λιπασμάτων
  • Γεωργία Ιωαννίδου-Χατζοπούλου (ΓΙΧ): Κάτοικος του εργατικού οικισμού του εργοστασίου των λιπασμάτων
  • Ελένη Κυραμαργιού (ΕΚ): Ιστορικός, Εντεταλμένη ερευνήτρια στο Ινστιτούτο Ιστορικών Ερευνών του Εθνικού Ιδρύματος Ερευνών
  • Νίκος Μπελαβίλας (ΝΜ): Καθηγητής Πολεοδομίας και Ιστορίας της πόλης, Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο, Επιστημονικός Υπεύθυνος για το Ειδικό Πολεοδομικό Σχέδιο του Πολυχώρου Λιπασμάτων Δραπετσώνας
ΣΑ: «Είχαμε και δικό μας γήπεδο, δικό μας σχολείο, δικό μας γιατρό, τα πάντα ήτανε των Λιπασμάτων.»
ΓΙΧ: «Οι συνθήκες εκεί και οι συνθήκες που υπήρχαν στη Δραπετσώνα, όντως ήταν σαν να ήσουνα στο Κολωνάκι.»

Βρισκόμαστε στις αρχές του 20ου αιώνα, όταν η κοινωνία της Δραπετσώνας στήνεται από το μηδέν, αποτελώντας ένα καταφύγιο για τους πρόσφυγες που καταφθάνουν μαζικά από τον Εύξεινο Πόντο και τη Μικρά Ασία. Η παρουσία του εργοστασίου των Λιπασμάτων είναι καθοριστική για την εξέλιξη της περιοχής, και, πολύ γρήγορα, γίνεται συνώνυμο της ίδιας της πόλης.

 

Ο εκκωφαντικός ήχος της σειρήνας του εργοστασίου μαρτυρά την αλλαγή της βάρδιας και χιλιάδες εργάτες στοιβάζονται στις πύλες του για το μεροκάματο. Οι περισσότεροι από αυτούς κατοικούν στις προσφυγικές παραγκουπόλεις που δημιουργήθηκαν άναρχα γύρω από τις μάντρες του εργοστασίου, και δεν διέθεταν ούτε τα στοιχειώδη, όπως τρεχούμενο νερό, αποχέτευση, και δρόμους. Τα πράγματα όμως δεν ήταν για όλους το ίδιο. Μέσα στις εγκαταστάσεις του βιομηχανικού συγκροτήματος των Λιπασμάτων, αναδύεται ένας εργατικός οικισμός, έτοιμος να φιλοξενήσει τα ανώτερα στελέχη και το εξειδικευμένο προσωπικό του εργοστασίου με τις οικογένειές τους. Γι’ αυτούς, η ζωή έφερε σίγουρα, μια καλύτερη ζαριά.

 

Είμαι η Έλλη Ξυπολιτάκη και αυτό είναι το «Πάρκο Εργατιάς», ένα ηχητικό ντοκιμαντέρ έξι επεισοδίων που ρίχνει φως στην ιστορία των Λιπασμάτων και των ανθρώπων που έζησαν και εργάστηκαν στην περιοχή. Σε κάθε επεισόδιο, συνομιλώ με ερευνητές, τοπικούς φορείς, κατοίκους της περιοχής, και πρώην εργαζομένους, προκειμένου να ανακαλύψω τις ιστορίες πίσω από την άνοδο και την πτώση του εργοστασίου, τα σιωπηλά χρόνια της εγκατάλειψής του, και τους μακροχρόνιους αγώνες που οδήγησαν στο σήμερα.

 

Για να ανακαλύψετε την ιστορία των Λιπασμάτων, όπως αυτή εξελίχθηκε μέσα στο χρόνο, σας προτείνουμε να ξεκινήσετε από το πρώτο επεισόδιο και να συνεχίσετε διαδοχικά με τα υπόλοιπα.

 

 

Μία από τις μεγαλύτερες μονάδες του εργοστασίου των Λιπασμάτων ήταν το Υαλουργείο, το κτίριο του οποίου διασώζεται μέχρι και σήμερα. Η παραγωγή του ξεκίνησε για να καλύψει τις ανάγκες αποθήκευσης και μεταφοράς των προϊόντων σε γυάλινες φιάλες, όμως, πολύ γρήγορα, η διεύθυνση της εταιρείας έπρεπε να δώσει λύση σε ένα σημαντικό πρόβλημα. Εκείνη την εποχή, πολλά από τα προϊόντα του υαλουργείου δημιουργούνταν με την τεχνική του φυσητού γυαλιού, η οποία απαιτούσε μακρόχρονη εκπαίδευση και εγκυμονούσε πολλούς κινδύνους για την υγεία των εργαζομένων. Ήταν μια δουλειά που απαιτούσε “γερά πνευμόνια” και για πολλούς δεν άξιζε το ρίσκο. Έπρεπε λοιπόν να βρεθεί ένα ισχυρό κίνητρο, ώστε η εταιρεία να προσελκύσει τους εξειδικευμένους τεχνίτες από την Ελλάδα και το εξωτερικό και να τους κάνει να παραμείνουν στο εργοστάσιο. Η διοίκηση αποφασίζει, το 1913, την κατασκευή του εργατικού οικισμού των Λιπασμάτων, που έμεινε γνωστός στην ιστορία ως «οικήματα».

 

Τα οικήματα ολοκληρώθηκαν σταδιακά, μέσα σε λίγα χρόνια, και περιλάμβαναν κατοικίες διαφορετικού τύπου, οι οποίες δίνονταν στους εργαζομένους ανάλογα με τη θέση τους στην ιεραρχία της εταιρείας. Τα ανώτερα στελέχη, οι εξειδικευμένοι τεχνίτες, και οι υπάλληλοι ήταν εκείνοι που έπαιρναν το “χρυσό εισιτήριο” για να ζήσουν στα οικήματα μαζί με τις οικογένειές τους. Πώς ήταν όμως η ζωή μέσα στον εργατικό οικισμό των Λιπασμάτων; Συνομιλώ με τη Γεωργία Ιωαννίδου-Χατζοπούλου, κόρη ενός τεχνίτη του υαλουργείου, η οποία μεγάλωσε στα οικήματα τη δεκαετία του ‘50, και της ζητώ να μου περιγράψει τη ζωή της εκεί.

ΓΙΧ: «Πήγα στα Λιπάσματα όταν ήμουν 5 χρονών, δηλαδή το ‘55. Είχε πάρα πολύ ωραία ρυμοτομία, σαν ένα μικρό χωριό, δεν ήτανε πλατείες, αλλά ήτανε χώροι που είχανε δέντρα και κόβανε λοιπόν, δεν ήταν ένας ξερός τόπος που είχαν φυτέψει τα σπίτια, να το πω έτσι. Αλλά, ενδιάμεσα είχε χώρους που είχανε δέντρα. Σε αυτούς τους χώρους παίζανε τα παιδιά, σαν αλάνες. Μέσα στις παροχές που δίνανε ήτανε, εκτός από το σπίτι που δεν πλήρωνες ενοίκιο, είχες παροχή ρεύματος και νερού τελείως δωρεάν. Εκείνη την εποχή λοιπόν, που ο κόσμος, κακά τα ψέματα, πεινούσε, το ‘60, ‘58, εμείς οι καλομαθημένοι είχαμε ηλεκτρικές σόμπες για να ζεσταινόμαστε. Τους λέω εγώ έχω μεγαλώσει στο Κολωνάκι.

Τη δική της εμπειρία μου αφηγείται και η Στέλλα Αφεντάκη, κόρη ενός ανώτερου στελέχους του εργοστασίου, η οποία έμενε στα οικήματα τη δεκαετία του ‘40 και του ‘50, και πέρασε εκεί όλη τη παιδική και εφηβική της ηλικία.

ΣΑ: «Πολλές φορές γινόταν κατάχρηση, και το συζητούσαμε στο σπίτι. Ακόμα και τη μέρα τα φώτα ήταν αναμμένα, επειδή δεν τα πληρώναμε. Όταν σβήναμε τα φώτα το βράδυ, τα μπουριά γινόντουσαν κόκκινα, τόση ζέστη είχαμε. Ποτέ μου δεν διαμαρτυρήθηκα ότι δεν είμαι ευχαριστημένη γι’ αυτό και γι’ αυτό το λόγο.»

Πέρα από το προνόμιο της δωρεάν ή εξαιρετικά φθηνής στέγασης, η διοίκηση του εργοστασίου παρείχε στους κατοίκους των οικημάτων μια σειρά από υπηρεσίες όπως περίθαλψη, συσσίτιο, λουτρά, και ψυχαγωγία, ενώ διέθετε και συνεταιρισμό όπου οι εργάτες μπορούσαν να προμηθευτούν τρόφιμα σε χαμηλότερες τιμές. Σε αυτό το «δελεαστικό» πακέτο παροχών, καθοριστικός ήταν ο ρόλος του σχολείου, στον οποίο η διεύθυνση του εργοστασίου φαίνεται να έδινε ιδιαίτερη σημασία.

ΓΙΧ: «Υπήρχε το σχολείο, που κι αυτό ήταν αποκλειστικά για παιδιά εργαζομένων, και ιδιαίτερα αυτών που μένανε μέσα στον οικισμό. Το σχολείο, η σφραγίδα του ήταν ιδιωτικό, έλεγε Ιδιωτικό Σχολείο Εταιρείας Λιπασμάτων. Εκεί εγώ πήγα σχολείο, όλο το δημοτικό. Η προσφορά που κάνανε οι δασκάλες εκεί ήταν εξαιρετική, το επίπεδο γνώσεων που δίνανε δεν μπορώ να το συγκρίνω με κάτι, ούτε το καλύτερο ιδιωτικό της εποχής δεν το ‘κανε αυτό. Από εκεί, όσοι περάσανε, οι περισσότεροι βγήκαν επιστήμονες. Την 28η Οκτωβρίου κάνανε σκετς, τα λέγανε, και ποιήματα που αναφέρονταν στα γεγονότα και κάνανε και βράβευση των καλών μαθητών. Ερχόταν όμως ο διευθυντής από το εργοστάσιο, παρακολουθούσε τη γιορτή και τα βραβεία τα έδινε αυτός.»

Οι προσωπικές μαρτυρίες των ανθρώπων που έζησαν στα οικήματα σκιαγραφούν μια πραγματικότητα εντελώς διαφορετική από εκείνη των αυτοσχέδιων παραγκουπόλεων που ζούσαν οι πρόσφυγες εργάτες. Οι υποδομές και παροχές των οικημάτων προσέφεραν μια ποιότητα ζωής πολύ καλύτερη από του μέσου εργαζόμενου εκείνη την περίοδο, όχι μόνο στη Δραπετσώνα, αλλά και στην υπόλοιπη Ελλάδα, γεγονός που έκανε πιο θελκτική τη δουλειά στη συγκεκριμένη βιομηχανική μονάδα.

 

Η ύπαρξη των οικημάτων ήταν ιδιαίτερα ελκυστική για τα τότε σημεία των καιρών, όμως η επινόησή τους δεν ήταν στρωμένη με καλές προθέσεις. Η παροχή στέγης και ο τρόπος με τον οποίο προβαλλόταν η κοινωνική πολιτική της εταιρείας στον τύπο, δεν ήταν τίποτα άλλο παρά η απόδειξη της πατερναλιστικής λογικής που υιοθέτησαν οι ιδρυτές των Λιπασμάτων. Η εταιρεία κατάφερνε να έχει τον έλεγχο σε κάθε πλευρά της ζωής των εργαζομένων της, με αποτέλεσμα να ζουν και να υπάρχουν μόνο με τους όρους που έθετε αυτή.

 

Το ημερολόγιο δείχνει 6 Απριλίου του 1941, όταν το ναζιστικό καθεστώς της Γερμανίας κηρύσσει τον πόλεμο στην Ελλάδα. Σχεδόν ακαριαία, το λιμάνι και η βιομηχανική ζώνη του Πειραιά βρίσκονται στο στόχαστρο των επιθέσεων και η Δραπετσώνα έρχεται αντιμέτωπη με τη βαναυσότητα του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Ο Νίκος Μπελαβίλας, καθηγητής Πολεοδομίας και Ιστορίας της πόλης και η ιστορικός, Ελένη Κυραμαργιού, μου εξηγούν τα γεγονότα.

ΝΜ: «Κατα τη διάρκεια της κατοχής, τα Λιπάσματα λειτουργούν για λογαριασμό του γερμανικού στρατού, της γερμανικής πολεμικής μηχανής, υπάρχουν συγκρούσεις μες στο εργοστάσιο, υπάρχουν μπλόκα στο εργοστάσιο και συλλήψεις εργατών οι οποίοι οδηγούνται στη Γερμανία κρατούμενοι. Κατά τη διάρκεια του πολέμου, το συγκρότημα παθαίνει μεγάλες καταστροφές από τους βομβαρδισμούς που ξεκινάνε απ’ το 1941 και τελειώνουν το 1944. Αλλά βρίσκεται μέσα στη δίνη του πολέμου και κατά τη διάρκεια των Δεκεμβριανών, το Δεκέμβρη του ‘44, τα Λιπάσματα βρίσκονται ακριβώς στο μέτωπο σύγκρουσης των Άγγλων με τους αντάρτες του ΕΛΑΣ, το μέτωπο αυτό είναι η 25ης Μαρτίου, η σημερινή, δηλαδή ο ταινιόδρομος, ο εναέριος, μάλλον, σιδηρόδρομος βαγονέτων που κατέβαζε τα αδρανή από τα νταμάρια του Σελεπίτσαρι μέχρι το τσιμεντάδικο και φτάνανε ως την άκρη των Λιπασμάτων.»
ΕΚ: «Υπήρξαν κινητοποιήσεις των εργαζομένων, ο καπετάνιος του ΕΛΑΣ, ο Νίκανδρος Κεπέσης ήταν εργαζόμενος της εταιρείας, δημιουργήθηκαν μικροί πυρήνες αντίστασης στο προσωπικό του εργοστασίου. Ο συνοικισμός της Δραπετσώνας τώρα, λόγω κυρίως της εγγύτητας του με το λιμάνι του Πειραιά, επλήγη από όλους τους βομβαρδισμούς που έπληξαν το λιμάνι και κυρίως δημιουργούσε μια διαρκή αίσθηση φόβου και αβεβαιότητας, πολύ μεγαλύτερης απ’ ότι είχαν οι κάτοικοι των υπόλοιπων προσφυγικών γειτονιών του Πειραιά.»

Κατά τη διάρκεια του πολέμου, το εργοστάσιο των Λιπασμάτων θεωρείται εν δυνάμει πολεμική βιομηχανία και γίνεται στόχος τόσο από τις δυνάμεις του Άξονα όσο και από τους συμμάχους. Οι βιομηχανικές εγκαταστάσεις βομβαρδίζονται χωρίς σταματημό και πολλοί κάτοικοι των οικημάτων εγκαταλείπουν τις κατοικίες και καταφεύγουν στην ύπαιθρο ή σε άλλες περιοχές της Αθήνας. Κάποιες οικογένειες όμως, έμειναν πίσω. Η Στέλλα Αφεντάκη μου περιγράφει την κατάσταση όπως τη βίωσε η ίδια, ως μικρό παιδί, μέσα στον εργατικό οικισμό των Λιπασμάτων.

ΣΑ: «Όταν σφύραγε η σειρήνα, βράδυ ήτανε, πρωί ήτανε, άλλοι δουλεύανε, άλλοι ήταν στα σπίτια τους, άλλοι κοιμόντουσαν, άλλοι πλενόντουσαν, έπρεπε να τα παρατήσεις όλα όπως ήτανε και να τρέξεις στο καταφύγιο. Πόσες φορές πήγαμε στο καταφύγιο με σαπουνάδες στο κεφάλι. Εμένα από το τρέξιμο, το βράδυ, μου φεύγαν τα παπούτσια, και μετά, γιατί η μάνα μου, ήμουνα πολύ μικρούλα, και με τράβαγε να τρέξω, γιατί δεν μπορούσα, ήμουνα μικρούλα. Και μετά τη λήξη του συναγερμού τα ψάχναμε τα παπούτσια μου. Καταλαβαίνεις τι φόβος, τι τρόμος και τι ταλαιπωρία τραβάγαμε.»

Ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος μπορεί να έληξε με πολλαπλά χτυπήματα για τον άμαχο πληθυσμό της περιοχής, όμως οι προκλήσεις για τους κατοίκους της Δραπετσώνας δεν σταμάτησαν το ‘44. Ένας από τους μεγαλύτερους εχθρούς που ήρθαν αντιμέτωποι οι άνθρωποι του τόπου, ήταν η περιβαλλοντική ρύπανση, που έκανε ασφυκτική την ατμόσφαιρα της περιοχής για πολλές δεκαετίες. Τον Οκτώβριο του ‘46, ο Πρόδρομος Αθανασιάδης-Μποδοσάκης αγοράζει την πλειοψηφία των μετοχών της εταιρείας των Λιπασμάτων και το εργοστάσιο δουλεύει μανιωδώς, αφήνοντας το αποτύπωμα του στον αέρα και τη θάλασσα της Δραπετσώνας.

 

Στην περιοχή λειτουργούν ήδη το τσιμεντάδικο της ΑΓΕΤ Ηρακλής και τα διυλιστήρια της αμερικανικής πετρελαϊκής εταιρείας Standard Oil, γνωστής σήμερα ως ExxonMobil, τα οποία συμβάλλουν με τη σειρά τους στην άνευ προηγουμένου περιβαλλοντική καταστροφή.

 

Είτε στα λασπωμένα παραπήγματα των παραγκουπόλεων, είτε μέσα στη “χλιδή” των οικημάτων, η μόλυνση φαίνεται, πως δεν έκανε διακρίσεις. Η Στέλλα και η Γεωργία μου αφηγούνται τις αναμνήσεις τους από εκείνη την εποχή.

ΣΑ: «Έχω πάρει μια φωτογραφία που είναι δεξιά το Ινστιτούτο, αριστερά είναι τα τσιμέντα Ηρακλής, από το μπαλκόνι μου, ήταν διώροφα, εμείς ήμασταν στα διώροφα. Καθόμασταν στο μπαλκόνι, καλοκαίρι τώρα, να πάρουμε λίγο αέρα και κάναμε τη ποδιά μας έτσι και γέμιζε η χούφτα μας τσιμέντο.»
ΓΙΧ: «Τα αέρια που βγάζανε, δεν μπορούσες να σταθείς από τη μυρωδιά, σε έκαιγε. Το λέγανε οξύ, αν φυσούσε δηλαδή, δεν φυσούσε προς τη θάλασσα και φυσούσε προς τον οικισμό, πνιγόσουνα. Πέρα ότι πνιγόσουνα, να σκεφτείς πόσο τοξικό ήτανε, που καταστρέφανε τα ρούχα. Γιατί απλώνανε σε σκοινιά, έξω, τα ρούχα τα βαμβακερά, γινόντουσαν τρύπες τρύπες. Και όταν αρχίσανε να βγαίνουν οι νάυλον κάλτσες, γιατί τα καλσόν βγήκαν αργότερα, οι κάλτσες οι νάυλον που φορούσαν οι γυναίκες, τις απλώνανε και όταν φυσούσε έτσι, τις μαζεύανε και πηγαίνανε να τις φορέσουν και διαλυόταν η κάλτσα φρουτ, έφευγε όλη. Εμείς ήμασταν στη μέση, ανάλογα πώς φυσούσε, ή ερχόταν από το τσιμεντάδικο ή ερχότανε από τα Λιπάσματα.»
ΣΑ: «Η ατμόσφαιρα ήτανε η πλέον ανθυγιεινή, εμάς ίσως μας έσωζε το ότι το καλοκαίρι, 3 μήνες, εγώ και η μαμά μου δηλαδή, γιατί ο πατέρας μου δούλευε και ερχότανε 2-3 φορές τη βδομάδα στην εξοχή, μας έσωζε το ότι παραθερίζαμε, ας πούμε, και αναπνέαμε καθαρό αέρα. Οι περισσότεροι φύγανε άρρωστοι, με κακές αρρώστιες δηλαδή.»

Από τις πρώτες κιόλας σελίδες της ιστορίας της, η Δραπετσώνα προδιαγράφει μια δύσκολη ζωή για τους ανθρώπους της. Άλλοτε στη δίνη του πολέμου, και άλλοτε μπροστά στην περιβαλλοντική καταστροφή, κάτοικοι και εργαζόμενοι έρχονται διαρκώς αντιμέτωποι με τη σκληρή αλήθεια της πραγματικότητάς τους. Για να ανταπεξέλθουν στις δυσκολίες, συσπειρώνονται και μέσα στα οικήματα του εργοστασίου των Λιπασμάτων δημιουργείται μια κοινότητα ανθρώπων, πρόθυμων να αντιμετωπίσουν συλλογικά όσα βρεθούν στο διάβα τους.

ΣΑ: «Όλοι εκεί στα Λιπάσματα ήμασταν μια οικογένεια. Η ζωή μας, ήξερε ο καθένας τι μαγειρεύει ο διπλανός, τι πρόβλημα έχει, γιατί, σας είπα, ήμασταν μια οικογένεια, η μια εμπιστευόταν την άλλη. Να φανταστείς ότι ύστερα από τόσα παιδιά που ήμασταν, κορίτσια, αγόρια, κάνα δυο παντρευτήκανε μεταξύ τους εκεί, δηλαδή έβλεπε ο ένας πραγματικά ότι ήταν αδερφός, ότι ήταν συγγενής. Τώρα με τα εγγόνια, με τα παιδιά, άμα βλεπόμαστε, αγκαλιαζόμαστε, φιλιόμαστε. Όταν κάνει πολύ καιρό η μια να δει την άλλη, "Τι έγινες βρε παιδί μου ανησύχησα, τι έγινες, γιατί δεν ήρθες, γιατί αυτό;" Πονάει ο ένας τον άλλον.»

Οι ισχυροί δεσμοί που δημιουργήθηκαν ανάμεσα στους κατοίκους των οικημάτων, δεν έμειναν κλεισμένοι μέσα στις πύλες του εργοστασίου. Παρά τα προνόμια και τις ανέσεις που απολάμβαναν, δεν ήταν λίγες οι οικογένειες εργαζομένων που στάθηκαν σύμμαχοι σε όσους πάλευαν με τις αντιξοότητες της εποχής, μακριά από το προστατευτικό περιβάλλον των οικημάτων.

ΓΙΧ: «Υπήρχε πολύ καλό κλίμα αλληλεγγύης όμως. Δηλαδή, ο ένας βοηθούσε τον άλλον σε μια στραβή, σε κάτι που κάποιος αρρώσταινε ή κάτι γινότανε, όλοι συμπαραστεκόντουσαν, δεν ήτανε αυτό που δεν ξέρεις τι γίνεται δίπλα σου. Εκεί όλοι είχαν αυτή την αλληλεγγύη μεταξύ τους. Μαζεύανε, οι γυναίκες το κάναν αυτό πιο πολύ, η μια έφερνε, ό,τι είχανε, ένα κιλό ζάχαρη, η άλλη ένα πακέτο μακαρόνια, η άλλη γάλα, η άλλη μπουρ μπουρ, ό,τι μπορούσε η καθεμιά, τέλος πάντων, τα φέρνανε, τα μαζεύανε σε κάτι τσάντες. Ξέρανε ποια σπίτια ήταν αυτά που χρειαζόντουσαν βοήθεια, όχι στα Λιπάσματα, στα Λιπάσματα, μέσα στα οικήματα, δεν υπήρχε τέτοιο θέμα, αυτοί ήταν άνθρωποι που δεν δουλεύανε, εκτός. Και συνήθως όταν βράδιαζε, φεύγανε, πηγαίνανε εκεί που θα πηγαίνανε, τα αφήνανε έξω από την πόρτα, χτυπάγανε την πόρτα και εξαφανιζόντουσαν για να μην δούνε ποιος τα πάει. Γιατί ήτανε γνωστοί άνθρωποι και θα αισθανόντουσαν άσχημα. Γενικά ήταν σαν μια αδελφοποίηση. Μέχρι τώρα, αν συναντηθούμε άνθρωποι που ήμασταν από εκεί, βλέπεις ότι υπάρχει ένα δέσιμο, το θυμούνται μέσα τους, τώρα είμαστε λίγοι βέβαια.»

Από την πρώτη δεκαετία της ανάπτυξής της, η εταιρεία των Λιπασμάτων ακολουθεί ευλαβικά το νεωτερικό μοντέλο των αμερικανικών και ευρωπαϊκών βιομηχανιών. Η ίδρυση των οικημάτων είναι το δέλεαρ της εργοδοσίας για να φέρει και να κρατήσει κοντά της τους εξειδικευμένους τεχνίτες, όμως, στην πορεία, αποδείχθηκε κάτι πολύ περισσότερο από αυτό.

Ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος, οι κακουχίες, και η περιβαλλοντική καταστροφή, μπορεί να είναι πληγές στη συλλογική μνήμη, αλλά καθώς ξεμπλέκω το νήμα της ιστορίας αυτού του τόπου, καταλαβαίνω πως οι άνθρωποι της Δραπετσώνας έμαθαν, από πολύ νωρίς, να μάχονται μαζί.

Αυτό ήταν το δεύτερο επεισόδιο του Πάρκου Εργατιάς, ενός ηχητικού ντοκιμαντέρ έξι επεισοδίων που ρίχνει φως στην ιστορία των Λιπασμάτων και των ανθρώπων που έζησαν και εργάστηκαν στην περιοχή. Για να μην χάνετε κανένα επεισόδιο, μπορείτε να ακολουθήσετε το κανάλι του Πολυχώρου Λιπασμάτων στο Spotify και στα Google και Apple podcasts.

Το «Πάρκο Εργατιάς» είναι μια παραγωγή του Spoovio σε συνεργασία με τον Πολυχώρο Λιπασμάτων, το Κέντρο Δια Βίου Μάθησης Κερατσινίου – Δραπετσώνας, τον οργανισμό COMM’ON και το Δήμο Κερατσινίου – Δραπετσώνας. Πραγματοποιείται με την επιχορήγηση του Υπουργείου Πολιτισμού.

Έρευνα – Σενάριο – Αφήγηση: Έλλη Ξυπολιτάκη
Sound Design – Μίξη ήχου: Βασίλης Βήττας

Δουλεύοντας στα Λιπάσματα

Διαβάστε περισσότερα

Στο τρίτο επεισόδιο ακούγονται οι:

  • Χρήστος Βλαβιανός: Αντιπρόεδρος του Συλλόγου Πρώην Εργαζομένων των Λιπασμάτων και πρώην μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου του Σωματείου Εργαζομένων στα Λιπάσματα
  • Γεωργία Ιωαννίδου-Χατζοπούλου: Κάτοικος του εργατικού οικισμού του εργοστασίου των λιπασμάτων
  • Μπάμπης Αργυρόπουλος: Πρώην εργαζόμενος του εργοστασίου των λιπασμάτων
  • Θανάσης Αξυπόλητος:Πρώην εργαζόμενος του εργοστασίου των λιπασμάτων
  • Μανώλης Βελονάκης: Γιατρός Εργασίας στο εργοστάσιο των λιπασμάτων
«Όποιος έμπαινε για δουλειά, έστω και για λίγο, έλεγες θα πάω και θα φύγω, θα καθίσω για λίγο, δεν ξανάφευγε γιατί ήταν καλό το χρηματικό ποσό που σου έδινε και καμία σχέση με την αγορά εργασίας.»

Μέσα από την αναδρομή στην ιστορία του τόπου, έχω αρχίσει να αφουγκράζομαι τις δυσκολίες, τις συγκρούσεις, τις νίκες που ίσως δεν φαίνονται πια με γυμνό μάτι, αλλά ζουν και αναπνέουν στο χώμα και τον αέρα του. Η ίδρυση της Εταιρείας των Λιπασμάτων στην περιοχή και η προσφυγιά του `22, λίγα χρόνια αργότερα, σηματοδοτούν τη δημιουργία μιας εργατούπολης δύο ταχυτήτων, που παλλόταν ανάμεσα στις άναρχες παραγκουπόλεις και τις προνομιούχες εργατικές κατοικίες. Υπήρχε όμως κάτι που συνέδεε αυτούς τους δύο κόσμους. Η εργασιακή πραγματικότητα μέσα στο εργοστάσιο των Λιπασμάτων.

Είμαι η Έλλη Ξυπολιτάκη και αυτό είναι το «Πάρκο Εργατιάς», ένα ηχητικό ντοκιμαντέρ έξι επεισοδίων που ρίχνει φως στην ιστορία των Λιπασμάτων και των ανθρώπων που έζησαν και εργάστηκαν στην περιοχή. Σε κάθε επεισόδιο, συνομιλώ με ερευνητές, τοπικούς φορείς, κατοίκους της περιοχής, και πρώην εργαζομένους, προκειμένου να ανακαλύψω τις ιστορίες πίσω από την άνοδο και την πτώση του εργοστασίου, τα σιωπηλά χρόνια της εγκατάλειψής του, και τους μακροχρόνιους αγώνες που οδήγησαν στο σήμερα.

Για να ανακαλύψετε την ιστορία των Λιπασμάτων, όπως αυτή εξελίχθηκε μέσα στο χρόνο, σας προτείνουμε να ξεκινήσετε από το πρώτο επεισόδιο και να συνεχίσετε διαδοχικά με τα υπόλοιπα.

Στα 90 χρόνια λειτουργίας του, το εργοστάσιο των Λιπασμάτων ήταν ο μεγαλύτερος εργοδότης της περιοχής. Χιλιάδες άνθρωποι από τη Δραπετσώνα, το Κερατσίνι, τον Πειραιά, περνούσαν καθημερινά το κατώφλι του εργοστασίου για ένα μεροκάματο. Ένας από αυτούς, είναι και ο Μπάμπης Αργυρόπουλος, ο οποίος δούλευε στο εργοστάσιο για σχεδόν είκοσι χρόνια. Τον συναντώ σε ένα μικρό ισόγειο γραφείο στην οδό Αγωνιστών Πολυτεχνείου στη Δραπετσώνα, εκεί που βρίσκεται σήμερα ο Σύλλογος Πρώην Εργαζομένων των Λιπασμάτων.

Μπάμπης Αργυρόπουλος: «Δούλεψα στην εταιρεία από το 1979 μέχρι το 1999, σαν μαθητευόμενος ηλεκτρολόγος, βοηθός ηλεκτρολόγου, και μετά χειριστής μηχανημάτων στις γερανογέφυρες που είχε η εταιρεία. Εγώ σαν ηλεκτρολόγος έμαθα πολλά πράγματα από ‘κει μέσα, ήτανε σαν να πήγαινα σε ένα σχολείο, και οι μαστόροι καλοί ήτανε και σε βοηθούσανε, δηλαδή ήταν σαν να πήγαινα σε ένα τεχνικό σχολείο. Ό,τι και να ήθελες, σε βοηθούσανε να το μάθεις εκεί μέσα. Η εταιρεία ήταν πάρα πολύ καλή για εκείνη την εποχή. Χριστούγεννα και Πάσχα έδινε δώρα στα παιδιά και αρνιά και διάφορα πράγματα, ό,τι ήτανε, παιχνίδια που ήταν όσοι είχανε παιδιά. Όταν μπήκα μέσα, είχε μαγειρεία για 2 χρόνια, μετά τα κλείσανε, είχανε πει ότι αυτά θα τα βάλουνε στο μισθό. Είχε ο κόσμος να φάει, δηλαδή μπορούσα εγώ, έβαζα την κάρτα μου θυμάμαι, και μου κρατάγανε 3 δεκάρες, τότε, για να φάω φαγητό, σαν εργαζόμενος που ήμουνα. Ντάξει, πιστεύω ότι ήταν μια καλή εταιρεία, για εκείνη την εποχή, απ’ τις καλύτερες εταιρείες πιστεύω.»

Καθώς συζητάμε με το Μπάμπη τα του παρελθόντος, ακούω κάποιον να χτυπάει την πόρτα του γραφείου. Είναι ο Χρήστος Βλαβιανός, αντιπρόεδρος του Συλλόγου, και πρώην μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου του Σωματείου Εργαζομένων στα Λιπάσματα. Ανταλλάσουν δύο πειράγματα, και χωρίς ανάγκη για πολλές συστάσεις, ο Χρήστος μας κάνει παρέα στην κουβέντα.

Χρήστος Βλαβιανός: «Δούλεψα στα Λιπάσματα από το 1974 μέχρι κοντά 2000. Εγώ τελείωσα μια σχολή εργοδηγών χημικών στον Πειραιά. Όταν τελείωσα, μου έδωσαν απ’ τη γραμματεία να πάω στην Colgate, στην Ελαΐδα, μου δώσαν διάφορες εταιρείες και τελικά διάλεξα τα Λιπάσματα. Όποιος έμπαινε για δουλειά, έστω και για λίγο, έλεγες θα πάω και θα φύγω, θα καθίσω για λίγο, δεν ξανάφευγε γιατί ήταν καλό το χρηματικό ποσό που σου έδινε και καμία σχέση με την αγορά εργασίας. Ήταν λίγο πιο σκληρά απ’ ότι σε άλλες βιομηχανίες. Είχε, σαν δουλειά, είχε και πολλές ευθύνες. Βέβαια ήσουν στο 8ωρο σου, τελείωνες το 8ωρό σου, έφευγες. Δεν ήτανε μια δουλειά ανέμελη, δεν πειράζει και αν δεν προλάβω αυτο, το κάνω αύριο. Ητανε μια παραγωγη που έτρεχε, δεν μπορούσε να σταματήσει. Δηλαδή είμαστε επιφυλακή όλο το 24ωρο, αν γίνει κάτι. Μεγάλη υπευθυνότητα να μη γίνει κάτι, γιατί ήταν πολύ κοντά τα σπίτια, τα χώριζε ένας δρόμος.»

Από τη συζήτησή μου με τον Μπάμπη και τον Χρήστο, γρήγορα καταλαβαίνω ότι η εργασία στο εργοστάσιο των Λιπασμάτων ήταν, για τους περισσότερους άνδρες κατοίκους της περιοχής, μια προδιαγεγραμμένη πορεία. Αυτή την πορεία ακολούθησε και ο Θανάσης Αξυπόλητος, γέννημα θρέμμα Δραπετσωνίτης, που εργάστηκε στα Λιπάσματα τη δεκαετία του `70 και του `80. Πίνουμε έναν καφέ στη κουζίνα του σπιτιού του, και έχοντας για θέα τα πλοία της γραμμής που έχουν δέσει στο λιμάνι του Πειραιά, μου μοιράζεται τα βιώματά του.

Θανάσης Αξυπόλητος: «Μέναμε στις παράγκες, γεννήθηκα εδώ, μεγάλωσα εδώ, σχολείο εδώ. Και όταν απολύθηκα από στρατιώτης, μου έγινε πρόταση από έναν καθηγητή που είχα, σαν φοιτητής, ήταν στα Λιπάσματα εκείνος, και μου είπε αν ήθελα να μπω μέσα και φυσικά το κουβεντιάσαμε και είπα ναι. Ήμουνα στα Λιπάσματα ως μηχανικός και εργάστηκα 16 χρόνια, σε όλους τους χώρους και στους τομείς που ήταν της αρμοδιότητάς μου. Είχαμε γύρω στους 2500 εργαζόμενους μέσα στα Λιπάσματα και είχαμε και περίπου 82 εργολάβους, μηχανουργεία, πληθοδομές, πυρίμαχα, χυτήρια, ηλεκτρολογικά, ήτανε ένα γύρω γύρω κομμάτι που πραγματικά δούλευε. Υπήρχε ένα εστιατόριο που οι εργαζόμενοι τρώγανε, δηλαδή οι εργάτες τρώγανε με πολύ χαμηλό, δηλαδή, ξέρω ‘γω, 2 δεκάρες, 3 δεκάρες σε δραχμές, αν είχαμε τότε. Και οι υπάλληλοι πλήρωναν λίγο παραπάνω, μιάμιση δραχμή, ας πούμε. Το οποίο, τρώγαν όλοι, οι μάγειρες κανονικά, με εξαιρετικά φαγητά και είχε κι αυτή την παροχή. Συν ότι έδινε γάλα για τις εργασίες που κάνανε και τα λοιπά.»

Οι μνήμες των πρώην εργαζομένων του εργοστασίου με μεταφέρουν στο πρόσφατο παρελθόν των Λιπασμάτων, όμως νιώθω την ανάγκη να σκαλίσω το χρόνο και πιο πίσω, σε παλαιότερες δεκαετίες. Η Γεωργία Ιωαννίδου-Χατζοπούλου, μπορεί να μην ήταν η ίδια εργαζόμενη, αλλά ως ένα μικρό παιδί που μεγάλωσε μέσα στα οικήματα των Λιπασμάτων τη δεκαετία του `50, έχει κρατήσει στις μνήμες της όλες εκείνες τις κουβέντες των μεγάλων και, κυρίως, του πατέρα της, που εργαζόταν για πολλά χρόνια μέσα στο υαλουργείο.

Γεωργία Ιωαννίδου-Χατζοπούλου: «Λίγες γυναίκες δουλεύανε, πολύ λίγες, κι αυτές δουλεύανε μέσα στην εταιρεία Λιπασμάτων. Αλλά ήταν ελάχιστες. Οι υπόλοιπες, δουλεύανε οι άντρες τους, οι γυναίκες δεν συνηθιζόταν να δουλεύουνε τότε. Εκείνη την εποχή, τα Λιπάσματα είχανε 3000 κόσμο, απασχολούσαν δηλαδή 3000 κόσμο. Αυτοί που δουλεύανε μέσα, και ιδιαίτερα κάποιες ειδικότητες όπως ήταν οι γυαλάδες, αυτοί που κάνανε τα φυσηκτά, και το τζάμι, αυτοί που δουλεύανε στο τζάμι, που βγάζανε τζάμι. Το τζάμι ήτανε μονοπώλιο στα Βαλκάνια, στην εταιρεία, ήτανε απ’ τους πολύ καλά αμειβόμενους, να στο πω έτσι.»
Χρήστος Βλαβιανός: «Είχε προσφέρει πάρα πολλά και στην κατοχή και μετά και σε θέσεις εργασίας. Φαντάσου ότι, πριν το ‘55-65, αυτό δούλευε και επί κατοχής, το εργοστάσιο, ‘55-’65 είχε 2500 εργάτες στη βάρδια, είχε 3 βάρδιες, δούλευε συνέχεια. Όταν ξεκινάγαν να σχολάσουν οι εργάτες απ’ τα Λιπάσματα, φτάνανε στον Άγιο Διονύση ο πρώτος, και ο άλλος ακόμα δεν είχε βγει από τα Λιπάσματα. Τότε, είχε πάρα πολλά μαγαζιά γιατί υπήρχε χρήμα, υπήρχε χρήμα από τους εργαζόμενους και μπορούσες να έβλεπες και 18 κρεοπωλεία στη Δραπετσώνα, μπορούσες να έβλεπες πάρα πολλά ραφτάδικα. Είναι και ένα μέτρο που δείχνει ότι υπήρχε οικονομική ζωή τότε στη Δραπετσώνα.»

Οι μισθοί και οι παροχές που πρόσφερε η εταιρεία στους εργαζομένους της, ξεπερνούσαν κατά πολύ τις άλλες βιομηχανίες, και έτσι, η εργασία στα Λιπάσματα εμφανιζόταν πάντα ως μια άμεση λύση βιοπορισμού για πολλούς ανθρώπους της περιοχής. Δραπετσώνα και Λιπάσματα ζούσαν σε πλήρη αλληλεξάρτηση, και δεν είναι τυχαίο ότι η ταυτότητα του βιομηχανικού εργάτη συνόδευε αρκετές γενιές οικογενειών της πόλης, από τον παππού, στον πατέρα, στο γιο, και πάλι από την αρχή. Επί πολλές δεκαετίες, το εργοστάσιο των Λιπασμάτων τάιζε τις οικογένειες των Δραπετσωνιτών, όμως σε αυτή την “εργασιακή κληρονομιά” υπήρχε και η άλλη πλευρά του νομίσματος. Ο Θανάσης Αξυπόλητος μου μεταφέρει αναμνήσεις από τον πατέρα του, ο οποίος εργαζόταν στα Λιπάσματα, τα χρόνια της διοίκησης του Νικόλαου Κανελλόπουλου.

Θανάσης Αξυπόλητος: «Οταν βλέπαμε την Κανελλοπούλου, γέμιζε κόσμος και δεν υπήρχε άσφαλτος, ούτε αυτοκίνητα. Και ο Κανελλόπουλος πήγαινε με μόνιππο στο εργοστάσιο. Και επειδή κι εγώ είχα, από μαρτυρίες του πατέρα μου και όσους εργαζόντουσαν παλιοί εκεί μέσα, δεν ήταν η καλύτερη εικόνα του Νίκου Κανελλόπουλου ως προς τους εργαζόμενους. Υπήρχαν εργαζόμενοι απ’ έξω για να πιάσουν δουλειά, 100 άτομα, 150, 200, ξέρω ‘γω, τους πέταγε 2 δεκάρες που έκανε μια φασολάδα και πέφταν όλοι να την πάρουν και τους έλεγε αυτό αξίζετε όλοι εσείς. Ήταν άσχημη εικόνα, πολύ άσχημη. Και γι’ αυτό, ένα φεγγάρι που έκανα πρόεδρος δημοτικού συμβουλίου, την Κανελλοπούλου την έχω ονομάσει Εθνικής Αντιστάσεως, με απόφαση συμβουλίου δηλαδή, του δημοτικού συμβουλίου, συμφωνήσανε, και τους είπα ότι η εθνική αντίσταση που έκανε ο ελληνικός λαός στους Γερμανούς είναι το καλύτερο που μπορεί να δώσουμε σε μεγάλη οδό, την κεντρική μας οδό, και να την πούμε Εθνικής Αντίστασης.»

Η έρευνά μου για τις δεκαετίες του ‘30 και του ‘40, με οδηγεί σε πολιτικά έντυπα και εφημερίδες, όπως ο Ριζοσπάστης και η Νέα Γενιά, όπου οι μαρτυρίες των εργατών ξεσκεπάζουν τη ζοφερή πραγματικότητα που κόχλαζε μαζί με τις μηχανές του εργοστασίου. «Κόλαση το μεγαλύτερο εργοστάσιο των Βαλκανίων», «Όχι σανατόρια για τους νέους γυαλάδες», «Τα παιδιά χάνουν την υγεία τους, μέρα με τη μέρα, για 300 δρχ.», είναι μερικοί μόνο από τους τίτλους που θα διαβάσει κανείς στις σελίδες των εντύπων της εποχής.

Ιδιαίτερα δύσκολες ήταν οι συνθήκες για τους εργάτες του υαλουργείου, όπου η κόπωση των πνευμόνων και οι υψηλές θερμοκρασίες ευθύνονταν για πολλά περιστατικά φυματίωσης, ενώ, λίγο πιο δίπλα, στις μονάδες της χημικής παραγωγής, οι αναθυμιάσεις και τα εγκαύματα ήταν μια καθημερινότητα για τους εργάτες, χωρίς να παρέχεται παρά ελάχιστη ιατρική βοήθεια από τη διοίκηση του εργοστασίου.

Θανάσης Αξυπόλητος: «Τα Λιπάσματα, μετά την ιδιοκτησία που τα πήρε ο Μποδοσάκης, ανακαινίστηκαν πλήρως γιατί πιο παλιά ήτανε σε πολύ κακά χάλια, γιατί το ξέρω και από τον πατέρα μου που εργαζόταν μέσα. Χάλια, με ρύπανση, με τα σταγονίδια των οξέων να τρυπάνε τις κάλτσες των γυναικών που εργαζόντουσαν μέσα κτλ. Όταν το πήρε ο Μποδοσάκης όμως, έκανε νέα κτίρια, νέες εγκαταστάσεις, έγινε πιο σύγχρονο το εργοστάσιο και ήτανε πολύ καλές οι συνθήκες.
ΓΙΧ: «Τα αέρια που βγάζανε, δεν μπορούσες να σταθείς από τη μυρωδιά, σε έκαιγε. Το λέγανε οξύ, αν φυσούσε δηλαδή, δεν φυσούσε προς τη θάλασσα και φυσούσε προς τον οικισμό, πνιγόσουνα. Πέρα ότι πνιγόσουνα, να σκεφτείς πόσο τοξικό ήτανε, που καταστρέφανε τα ρούχα. Γιατί απλώνανε σε σκοινιά, έξω, τα ρούχα τα βαμβακερά, γινόντουσαν τρύπες τρύπες. Και όταν αρχίσανε να βγαίνουν οι νάυλον κάλτσες, γιατί τα καλσόν βγήκαν αργότερα, οι κάλτσες οι νάυλον που φορούσαν οι γυναίκες, τις απλώνανε και όταν φυσούσε έτσι, τις μαζεύανε και πηγαίνανε να τις φορέσουν και διαλυόταν η κάλτσα φρουτ, έφευγε όλη. Εμείς ήμασταν στη μέση, ανάλογα πώς φυσούσε, ή ερχόταν από το τσιμεντάδικο ή ερχότανε από τα Λιπάσματα.»
ΣΑ: «Η ατμόσφαιρα ήτανε η πλέον ανθυγιεινή, εμάς ίσως μας έσωζε το ότι το καλοκαίρι, 3 μήνες, εγώ και η μαμά μου δηλαδή, γιατί ο πατέρας μου δούλευε και ερχότανε 2-3 φορές τη βδομάδα στην εξοχή, μας έσωζε το ότι παραθερίζαμε, ας πούμε, και αναπνέαμε καθαρό αέρα. Οι περισσότεροι φύγανε άρρωστοι, με κακές αρρώστιες δηλαδή.»

Το 1946, τα ηνία του εργοστασίου αναλαμβάνει ο Πρόδρομος Αθανασιάδης-Μποδοσάκης. Τρία χρόνια αργότερα, το περίφημο αμερικανικό Σχέδιο Μάρσαλ, δίνει μια σημαντική οικονομική ανάσα στο εργοστάσιο και ο Μποδοσάκης προχωράει σε μια σειρά από βελτιώσεις του βιομηχανικού συγκροτήματος που ολοκληρώθηκαν σταδιακά μέχρι και τη δεκαετία του `70. Θα έλεγε κανείς πως ο τεχνολογικός εκσυγχρονισμός του εργοστασίου σηματοδότησε την έναρξη μιας νέας εποχής, διασφαλίζοντας παράλληλα την ασφάλεια και την υγεία των εργαζομένων του. Ήταν όμως αυτός ο τρόπος που εξελίχθηκαν τα πράγματα; Ένας από τους πρώτους γιατρούς εργασίας που βρέθηκαν στο εργοστάσιο των Λιπασμάτων, ο Μανώλης Βελονάκης, μου εξηγεί.

Μανώλης Βελονάκης: «Εκείνη την εποχή, μιλάμε για ένα εργοστάσιο το οποίο είχε παλιές εγκαταστάσεις και είχε μια υψηλή επικινδυνότητα, εργατικά ατυχήματα, αρκετά, έκθεση σε χημικούς παράγοντες, οι οποίοι με κάποιες συνθήκες είναι επιβλαβείς, και υπήρχε η ανάγκη να καλύπτονται, κυρίως έκτακτα περιστατικά, που αφορούσαν ατυχήματα στο χώρο του εργοστασίου. Γι’ αυτό το λόγο, λοιπόν, ιδρύσαμε ένα ιατρείο το οποίο είχε νοσηλευτές σε 24ωρη βάρδια, γιατί 24ωρη βάρδια παραγωγής υπήρχε στο εργοστάσιο, και υπήρχε και ένα ασθενοφόρο με οδηγούς, πλήρωμα, δηλαδή, για όλο το 24ωρο, για να αντιμετωπίσουμε κυρίως επείγοντα περιστατικά. Πηγαίνοντας εκεί, είδα ότι, εκτός από τα επείγοντα οξεία περιστατικά υπήρχαν και χρόνιες επιδράσεις στην υγεία των εργαζομένων. Οι εργαζόμενοι, καθώς το σύστημα τότε της πρωτοβάθμιας φροντίδας υγείας ήταν ανεπαρκές, και ακόμα σήμερα στην εποχή μας υπάρχουν βέβαια ελλείψεις, πολύ περισσότερο τότε, κατάλαβα ότι ο κόσμος αυτός είχε ανάγκη από μια πιο συστηματική επίβλεψη της υγείας του και έτσι στήσαμε μέσα στο ιατρείο κάποιες δραστηριότητες, για την εποχή εκείνη, θα ‘λεγα, πολύ πρωτοποριακές.»

Στην Ελλάδα, το νομοθετικό πλαίσιο γύρω από την ασφάλεια και την υγεία στη βιομηχανία παρέμενε για χρόνια ασαφές, επιτρέποντας την εργοδοτική ασυδοσία σε βάρος των εργαζομένων. Το ιατρείο των Λιπασμάτων ιδρύθηκε στις αρχές της δεκαετίας του ‘80 και αποτέλεσε, πράγματι, μια καινοτόμα πρωτοβουλία, πραγματοποιώντας εξετάσεις και μετρήσεις στους εργαζομένους όλων των μονάδων, προκειμένου να διαπιστώσει πιθανές επιπτώσεις στην υγεία τους. Ποια ήταν όμως τα συμπεράσματά τους και ποια τα προβλήματα που κλήθηκαν να αντιμετωπίσουν;

Μανώλης Βελονάκης: «Το τζάμι είχε προκαλέσει ατυχήματα εκείνη την εποχή. Είχαμε επίσης κάποια περιστατικά τραυματισμού λόγω της παλαιότητας των κτιριακών εγκαταστάσεων, πτώσεις, εργασία σε ύψος, υπήρχαν τέτοια ατυχήματα και είχαμε επίσης και περιστατικά διαρροής από ερεθιστικές ουσίες στους πνεύμονες κυρίως. Τα προβλήματα που είχαμε εντοπίσει ήταν κυρίως προβλήματα από ερεθισμό του αναπνευστικού. Και επίσης η παραγωγή των λιπασμάτων που ήταν έκθεση σε σκόνη και σε ερεθιστικά αέρια και μεταφορά φορτίων, γιατί τα σακιά τότε των λιπασμάτων ήταν 50 κιλά, και υπήρχε χειρωνακτική, υπήρχε κορδέλα μεταφοράς και φόρτωσης, αλλά πάντα υπήρχε και η χειρωνακτική συνδρομή των ανθρώπων που είχε καταπόνηση στην σπονδυλική στήλη. Μιλάμε τώρα για συνθήκες εργασίες πριν περίπου 50 χρόνια έτσι; Μισός αιώνας έχουν γίνει πάρα πολλά πράγματα και για ένα εργοστάσιο, το οποίο, μιλάμε για μισό αιώνα πριν, αλλά ήταν ένα εργοστάσιο το οποίο είχε ιδρυθεί πάνω από 100 χρόνια πριν, δηλαδή ήταν ήδη μια παλαιωμένη βιομηχανική εγκατάσταση με αρκετά προβλήματα.»

Οι δύο όψεις της εργασιακής πραγματικότητας του εργοστασίου αναδεικνύουν τις σχέσεις εξουσίας που η εργοδοσία εφάρμοζε μαεστρικά σε βάρος των εργαζομένων της. Όμως μαρτυρούν και κάτι ακόμα, τις συνεχείς διεκδικήσεις των ανθρώπων των Λιπασμάτων για καλύτερες συνθήκες εργασίας. Το πρώτο σωματείο στήνεται το 1916. Δύο χρόνια νωρίτερα, είχε κατοχυρωθεί συνταγματικά το δικαίωμα στο συνδικαλισμό, γεγονός που έφερε στο προσκήνιο ευρύτερα κοινωνικά ζητήματα που αφορούσαν την πολιτική της εργασίας.

Η Εταιρεία στάθηκε διαχρονικά απέναντι στους εργατικούς αγώνες με απειλές για εξώσεις από τις εργατικές κατοικίες, ενώ οι μαζικές απολύσεις εργαζομένων λόγω της συνδικαλιστικής τους δράσης ήταν συχνά στην εργοδοτική της ατζέντα. Σύμφωνα μάλιστα με δημοσιεύματα εκείνης της εποχής, ο Νικόλαος Κανελλόπουλος είχε πει ότι προτιμούσε να κλείσει το εργοστάσιο, από το να αναγνωρίσει την ύπαρξη του σωματείου.

Η σκληρή στάση της εργοδοσίας δεν ήταν αρκετή για να εμποδίσει τους εργαζομένους των Λιπασμάτων. Την περίοδο του Μεσοπολέμου, υπήρξαν μαζικές απεργιακές κινητοποιήσεις, οι οποίες κάποιες φορές κρατούσαν για μήνες, ενώ άλλοτε οδηγούσαν σε αιματηρές συγκρούσεις μεταξύ των απεργών και των δυνάμεων καταστολής. Τα αιτήματά τους αφορούσαν την αναγνώριση του σωματείου, την εφαρμογή του 8ώρου, αυξήσεις στους μισθούς, και καλύτερες συνθήκες εργασίας. Ακόμα και όταν ο Μποδοσάκης πήρε τη σκυτάλη της εργοδοσίας, το 1946, η συνδικαλιστική δράση των εργαζομένων συνέχισε δυναμικά την πορεία της, με όποιο τρόπο και μέσο είχε στη διάθεσή της. Η Γεωργία έζησε στο πετσί της πολλές από τις εργατικές κινητοποιήσεις και απεργίες και μου περιγράφει το κλίμα που επικρατούσε εκείνη την εποχή.

Γεωργία Ιωαννίδου-Χατζοπούλου: «Είχανε κάνει αρκετές φορές με μεγάλες απεργίες, αλλά όταν έφτανε ο κόμπος στο χτένι είχανε κάνει και πείνας. Αυτή που θυμάμαι εγώ, ήτανε το, το ‘63 πρέπει να έγινε, αυτή η μεγάλη που σου λέω. Πήγαινα στην πρώτη γυμνασίου. Εκεί, τέλος πάντων υπήρχε ένας κινηματογράφος, σε αυτόν τον κινηματογράφο κάνανε την απεργία. Εγώ περνούσα από ‘κει για να πάω στο σχολείο, και έβλεπα τους ανθρώπους, όχι αυτούς που απεργούσαν μέσα, αυτοί ήτανε μέσα, τους άλλους που διαμαρτύρονταν απέξω. Μέσα σε αυτούς που απεργούσανε μέσα ήταν και ο πατέρας μου. Θυμάμαι τις κλούβες που είχαν απέξω. Παρόλα αυτά είχανε κερδίσει τότε, το είχανε καταφέρει.»

Οι αγώνες των εργαζομένων ενάντια στις αντεργατικές πολιτικές ήταν μαζικοί και διατήρησαν τον παλμό και την έντασή τους μέσα στην πάροδο του χρόνου. Οι ανάγκες για βελτίωση των συνθηκών εργασίας και των μισθών οδήγησαν στη σύσταση περισσότερων σωματείων και τελικά στη δημιουργία του συνδικάτου των Λιπασμάτων, το οποίο εκπροσωπούσε όλα τα επιμέρους σωματεία.

Γεωργία Ιωαννίδου-Χατζοπούλου: «Συνδικαλιζόντουσαν πάρα πολύ, κάθε κλάδος που υπήρχε μέσα, είχε δικό του σωματείο. Είχανε και κάποια, ανάλογα με το που δουλεύανε, είχανε κάποια προνόμια, τα οποία δεν τους τα ‘χανε δώσει εύκολα, είχαν αγωνιστεί πολλοί άνθρωποι για να τα πάρουν αυτά τα πράγματα. Εγώ ξέρω πιο πολύ για τους γυαλάδες, γιατί ο πατέρας μου ήτανε γυαλάς. Ένα που είχανε πετύχει ήτανε να πάρουνε σε κάθε βάρδια, ο κάθε εργαζόμενος να παίρνει ένα μπουκάλι γάλα και να το πίνει, γιατί η δουλειά, δεν ξέρω αν ξέρεις πώς είναι η δουλειά του φυσηκτού γυαλιού, είναι πολύ δύσκολη και θεωρείται ανθυγιεινή. Και είχανε με κάποιους αγώνες είχανε πετύχει να παίρνουν αυτό, ένα μπουκάλι γάλα ο καθένας τους.»

Έχοντας πια μια στέρεη βάση, ο συνδικαλισμός και οι κινητοποιήσεις στο εργοστάσιο των Λιπασμάτων παρέμειναν ισχυρά όπλα στα χέρια των εργατών σε όλα τα μετέπειτα χρόνια λειτουργίας του, αποδεικνύοντας πώς οι, συγκριτικά καλύτερες παροχές που λάμβαναν, δεν ήταν το καρότο της εταιρείας για να κρύψει το μαστίγιο, αλλά το αποτέλεσμα των δικών τους συλλογικών αγώνων.

Μπάμπης Αργυρόπουλος: «Βασικά υπήρχανε 15 σωματεία, είχε των λιπασμάτων, είχε το σωματείο του γυαλάδικου, και σε κάτι απεργίες, δηλαδή όταν έκανε απεργία το γυαλάδικο, μπορεί να μην έκανε απεργία το σωματείο των λιπασμάτων. Υπήρχανε κάποιοι συνάδελφοι τότε που αγωνιστήκανε για κάποιες αυξήσεις καλές, δεν μπορώ να πω, ανεξαρτήτως τι χρώμα υποστηρίζανε, για μένα ήτανε πολύ καλοί, για θέμα της αύξησης τότε που έδινε η εταιρεία.»

Κλείνοντας το κεφάλαιο της εργασιακής πραγματικότητας των Λιπασμάτων, είναι μάλλον προφανές πως η δουλειά στο εργοστάσιο δεν ήταν απλή υπόθεση. Το είδος της εργασίας που απαιτούνταν στις μονάδες των χημικών προϊόντων και του γυαλιού, αλλά και το ίδιο το περιβάλλον του εργοστασίου έθεταν καθημερινά σε κίνδυνο την υγεία των εργαζομένων. Μπροστά στην πραγματικότητα της ανεργίας και της εξαθλίωσης, οι εργάτες περνούσαν χρόνια ολόκληρα μέσα στο εργοστάσιο, αλλά δεν παραδόθηκαν ολοκληρωτικά. Με όσα μέσα διέθεταν, προσπαθούσαν να αντιταχθούν στην εργοδοτική αυθαιρεσία, διεκδικώντας διαρκώς καλύτερες συνθήκες εργασίας τόσο για τους ίδιους, όσο και για τους επόμενους. Και αν οι τελευταίοι τα βρήκαν καλύτερα, είναι γιατί προηγήθηκαν αγώνες δεκαετιών, όμως σε αυτούς θα τύχαινε ο κλήρος για να δώσουν τη σημαντικότερη μάχη απ’ όλες.

Αυτό ήταν το τρίτο επεισόδιο του Πάρκου Εργατιάς, ενός ηχητικού ντοκιμαντέρ έξι επεισοδίων που ρίχνει φως στην ιστορία των Λιπασμάτων και των ανθρώπων που έζησαν και εργάστηκαν στην περιοχή. Για να μην χάνετε κανένα επεισόδιο, μπορείτε να ακολουθήσετε το κανάλι του Πολυχώρου Λιπασμάτων στο Spotify και στα Google και Apple podcasts.

Το «Πάρκο Εργατιάς» είναι μια παραγωγή του Spoovio σε συνεργασία με τον Πολυχώρο Λιπασμάτων, το Κέντρο Δια Βίου Μάθησης Κερατσινίου – Δραπετσώνας, τον οργανισμό COMM’ON και το Δήμο Κερατσινίου – Δραπετσώνας. Πραγματοποιείται με την επιχορήγηση του Υπουργείου Πολιτισμού.

Έρευνα – Σενάριο – Αφήγηση: Έλλη Ξυπολιτάκη
Sound Design – Μίξη ήχου: Βασίλης Βήττας

Το Τέλος Μιας Εποχής

Διαβάστε περισσότερα

Στο τέταρτο επεισόδιο ακούγονται οι:

  • Θανάσης Αξυπόλητος:Πρώην εργαζόμενος του εργοστασίου των λιπασμάτων
  • Χαράλαμπος Αργυρόπουλος: Πρώην εργαζόμενος του εργοστασίου των λιπασμάτων
  • Χρήστος Βλαβιανός: Αντιπρόεδρος του Συλλόγου Πρώην Εργαζομένων των Λιπασμάτων και πρώην μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου του Σωματείου Εργαζομένων στα Λιπάσματα
  • Νίκος Μπελαβίλας: Καθηγητής Πολεοδομίας και Ιστορίας της Πόλης στο Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο, Επιστημονικός Υπεύθυνος του προγράμματος για το Ειδικό Πολεοδομικό Σχέδιο των Λιπασμάτων Δραπετσώνας
  • Γιώργος Ταγουζής: Κάτοικος Δραπετσώνας
Από το ‘92 που φεύγω κι εγώ από τα Λιπάσματα, αποχωρώ, μέχρι το ‘98, σιγά σιγά κλείνανε, μείνανε 200, 300, 400 εργαζόμενοι, μέχρι το οριστικό κλείσιμο, με πολλά προβλήματα, με αγώνες για να μη χάσουν τη δουλειά τους.» «Εγώ πιστεύω ότι δεν θα υπήρχε κάτοικος που να μην ήθελε να κλείσει, όταν μολύνει κάτι. Δηλαδή εμένα, όπως είναι εδώ το σπίτι μου, έμπαινε μέσα, δηλαδή το φουγάρο ερχότανε μέσα εδώ. Εγώ δεν ήθελα μια καλύτερη ζωή τότε, για να είναι να φύγει;»

Στις αρχές της δεκαετίας του ‘90, η ζωή των Δραπετσωνιτών έπαψε να είναι όπως την ήξεραν. Το εργοστάσιο των Λιπασμάτων, που είχε ταυτιστεί για δεκαετίες με τον εργατικό κόσμο της περιοχής, βρισκόταν πλέον σε βαθιά κρίση. Αυτή η κρίση θα έφερνε στο προσκήνιο ένα δίλημμα που η κοινωνία της Δραπετσώνας θα έπρεπε να απαντήσει: Να φύγει ή να μείνει το εργοστάσιο;

Είμαι η Έλλη Ξυπολιτάκη και αυτό είναι το «Πάρκο Εργατιάς», ένα ηχητικό ντοκιμαντέρ έξι επεισοδίων που ρίχνει φως στην ιστορία των Λιπασμάτων και των ανθρώπων που έζησαν και εργάστηκαν στην περιοχή. Σε κάθε επεισόδιο, συνομιλώ με ερευνητές, τοπικούς φορείς, κατοίκους της περιοχής, και πρώην εργαζομένους, προκειμένου να ανακαλύψω τις ιστορίες πίσω από την άνοδο και την πτώση του εργοστασίου, τα σιωπηλά χρόνια της εγκατάλειψής του, και τους μακροχρόνιους αγώνες που οδήγησαν στο σήμερα.

Για να ανακαλύψετε την ιστορία των Λιπασμάτων, όπως αυτή εξελίχθηκε μέσα στο χρόνο, σας προτείνουμε να ξεκινήσετε από το πρώτο επεισόδιο και να συνεχίσετε διαδοχικά με τα υπόλοιπα.

Η κατάληξη του εργοστασίου μπορεί να είναι σήμερα γνωστή, αλλά, για πολλούς, η απορία παραμένει. Πώς φτάσαμε μέχρι εκεί; Ο ασκός του Αιόλου για την απομάκρυνση του εργοστασίου δεν άνοιξε εν μία νυκτί. Πριν την καθοριστική δεκαετία του ‘90, είχαν προηγηθεί γεγονότα που οδήγησαν το εργοστάσιο σε παρακμή, ενώ ταυτόχρονα ενίσχυαν και τη δυσαρέσκεια του κόσμου για τα Λιπάσματα. Ας πάρουμε όμως τα πράγματα από την αρχή.

Η διοίκηση του Πρόδρομου Αθανασιάδη-Μποδοσάκη σηματοδοτεί για το εργοστάσιο μια ανοδική πορεία. Η Εταιρεία Λιπασμάτων εκμεταλλεύεται τις αμερικανικές χρηματοδοτήσεις, αναπτύσσεται σε πολλούς τομείς της οικονομίας και εκσυγχρονίζει συνεχώς τις μονάδες των οξέων, των λιπασμάτων και του υαλουργείου. Οι εντατικές προσπάθειες τεχνολογικής ανάπτυξης του εργοστασίου διακόπτονται απότομα στις αρχές της δεκαετίας του ‘80, γεγονός που οδηγεί στη σταδιακή υποβάθμισή του. Ο Χρήστος Βλαβιανός, πρώην εργαζόμενος στα Λιπάσματα, μου εξηγεί.

Χρήστος Βλαβιανός: «H προτελευταία ανακαίνιση των εργοστασίων, να φτιαξει καινούρια εργοστάσια ήταν το 1974 και μετά πρέπει να ήταν στο ‘81 το επόμενο. Εκεί σταμάτησε τεχνολογικά η εταιρεία. Γιατί το 1979, την περιόρισαν τότε ο δήμος, η νομαρχία, η κυβέρνηση, με ένα νόμο, τον 7474, που της απαγόρευε κάθε εκσυγχρονισμό προκειμένου να φύγει από το χώρο που είναι. Οπότε προτιμούσαν ένα χημικό ατύχημα στην περιοχή με θύματα, παρά να εκσυγχρονιστεί κάποιο κομμάτι, παρά να μπει ενα σχεδιάγραμμα, να πάει η εταιρεία κάπου αλλού. Και έμεινε με την τεχνολογία του ‘81 περίπου και πορεύτηκε με αυτή μέχρι το ‘99.»

Την ίδια περίοδο, η εταιρεία έρχεται αντιμέτωπη και με ένα ακόμα πλήγμα. Το 1979 πεθαίνει ο Αθανασιάδης – Μποδοσάκης, και μαζί του πεθαίνουν και τα… “ένδοξα” χρόνια των Λιπασμάτων. Μετά το θάνατό του, η εταιρεία μεταβιβάζεται στο Ίδρυμα Μποδοσάκη και το τιμόνι της διεύθυνσης αναλαμβάνει ο ανιψιός του, Αλέξανδρος Αθανασιάδης. Παράλληλα, όμως, η εταιρεία πρέπει να αντιμετωπίσει και μια σειρά από προκλήσεις, όπως αυτές προκύπτουν από τις οικονομικές και πολιτικές συνθήκες της χώρας. Η πλήρης ένταξη της Ελλάδας στην ΕΟΚ, η κρίση της ελληνικής βιομηχανίας στα μέσα της δεκαετίας του ‘80 και οι εξελίξεις αποβιομηχάνισης που συντελούνται στην πορεία, δεν αφήνουν αλώβητα τα Λιπάσματα. Ταυτόχρονα, οι επενδύσεις στο δευτερογενή και τριτογενή τομέα θέτουν σε δεύτερη μοίρα τον πρωτογενή και η αγροτική παραγωγή στην Ελλάδα μειώνεται σημαντικά. Κράτος και τράπεζες αποσύρουν τη στήριξη που κάποτε έδιναν απλόχερα στην εταιρεία, και, ως αποτέλεσμα, τα επιτόκια δανεισμού αυξάνονται και οι φορολογικές ελαφρύνσεις διακόπτονται. Στο νέο αυτό καθεστώς, η βιωσιμότητα των Λιπασμάτων τίθεται, για πρώτη φορά, σε κίνδυνο.

Χαράλαμπος Αργυρόπουλος: «Επαιρνε θυμάμαι το εργοστάσιο τότε 1 εκατομμύριο δάνειο και η τράπεζα του έπαιρνε 36% επιτόκιο. Οπότε το εργοστάσιο κάποια στιγμή δε μπορούσε τα χρήματα αυτά που δανειζόταν να τα δώσει πίσω.»
Θανάσης Αξυπόλητος: «Όταν εγώ πέρασα κάποια στιγμή στο γραφείο παραγγελιών και προυπολογισμού, βλέπαμε ότι το κοστολόγιο των προϊόντων όπως ήτανε το λίπασμα, μας στοίχιζε περισσότερο και το πουλάγαμε λιγότερο. Αυτό ήταν γιατί ήταν επιδοτήσεις Ευρωπαϊκής Ένωσης, και η κατεύθυνση το να κλείσει κάποια στιγμή η εταιρεία, αντί να παίρνουμε τώρα, να έχουμε λιπάσματα δικά μας, παίρνουμε από τη Νορβηγία και από δεξιά κι αριστερά.»

Πέρα από τα νέα δεδομένα που απειλούν την ύπαρξη του εργοστασίου των Λιπασμάτων, υπήρχε και μια ακόμα ισχυρή συνιστώσα που η εταιρεία δεν μπορούσε να αγνοήσει. Για πάρα πολλά χρόνια, το εργοστάσιο μολύνει με απόβλητα τη θάλασσα της Δραπετσώνας, ενώ τα τοξικά αέρια των φουγάρων του, επιβαρύνουν τους πνεύμονες των εργαζομένων αλλά και των χιλιάδων κατοίκων της περιοχής. Το ‘70 και το ‘80, ο περιβαλλοντικός αντίκτυπος των εργοστασίων διεκδικεί τη θέση του στο δημόσιο διάλογο και διαμορφώνει νέες κοινωνικές αντιλήψεις για τη βιομηχανία. Όπως μου περιγράφει ο καθηγητής στο Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο, Νίκος Μπελαβίλας, οι άνθρωποι της Δραπετσώνας δεν αποτέλεσαν εξαίρεση.

Νίκος Μπελαβίλας: «Τα Λιπάσματα έχουν δημιουργήσει ένα φαινόμενο που το 19ο αιώνα κανείς δεν το φανταζότανε. Παράγουν τεράστια ρύπανση μαζί με τα εργοστάσια των τσιμέντων δίπλα και με τις μικρότερες βιομηχανίες της Δραπετσώνας και του Αγίου Διονύση, τεράστια ρύπανση η οποία μολύνει τον οικισμό της Δραπετσώνας και τους χιλιάδες ανθρώπους που κατοικούν γύρω γύρω. Αυτό δημιουργεί, μαζί με τις σκληρές συνθήκες εργασίας, δημιουργεί μια κοινωνική αντίθεση πάρα πολύ ισχυρή απέναντι στα Λιπάσματα, δημιουργεί μια σύγκρουση η οποία θα καταλήξει στην απαίτηση του να κλείσει το εργοστάσιο.»

Οι αλλεπάλληλες κρίσεις του εργοστασίου κορυφώνονται με τη δολοφονία του Αλέξανδρου Αθανασιάδη, από τη 17 Νοέμβρη, το 1988. Το Ίδρυμα Μποδοσάκη είναι ήδη πνιγμένο στα χρέη προς το ελληνικό δημόσιο, και μόλις λίγα χρόνια αργότερα, τίθεται σε εκκαθάριση. Το 1992, η Εταιρεία Λιπασμάτων εξαγοράζεται και περνά στην ιδιοκτησία της Εθνικής Τράπεζας. Η Εθνική Τράπεζα ιδρύει την θυγατρική της Πρότυπο Κτηματική – Τουριστική ΑΕ και την ορίζει ως διαχειρίστρια της εταιρείας. Αυτή ήταν και η αρχή του τέλους για το εργοστάσιο των Λιπασμάτων.

Με την εξαγορά από την Εθνική Τράπεζα, το 1992, ξεκινάει μια επταετία όπου αντίρροπες δυνάμεις μάχονται για το ποιο θα είναι τελικά το μέλλον του εργοστασίου. Πώς διαμορφώθηκαν οι ισορροπίες στα χρόνια αυτά; Ποιοι ήταν εκείνοι που ζητούσαν την απομάκρυνση του εργοστασίου και ποιοι αυτοί που το υπερασπίστηκαν;

Νίκος Μπελαβίλας: «Δύο ομάδες πάλεψαν για τη διάσωση του εργοστασίου. Η μια ήτανε μια ομάδα στελεχών του εργοστασίου, τεχνικών διευθυντών και χημικών μηχανικών οι οποίοι προσπάθησαν να το εξωραΐσουν, να το εκσυγχρονίσουν περιβαλλοντικά, ώστε να παράγει μειωμένη ρύπανση, και να μπορέσει να επιβιώσει δίπλα στην πόλη, τεχνολογικά εξοπλισμένο με τέτοιο τρόπο που δε θα δημιουργούσε πρόβλημα. Και η άλλη ομάδα ήτανε μια ομάδα η οποία ερχότανε κυρίως από το Πολυτεχνείο, το Εθνικο Ίδρυμα Ερευνών, αρχιτεκτόνων και ιστορικών και με τη βοήθεια του ελληνικού τμήματος της Διεθνούς Επιτροπής για τη βιομηχανική κληρονομιά, δηλαδή του κυρίου συμβούλου της UNESCO για τα βιομηχανικά μνημεία στον πλανήτη, οι οποίοι πιέσανε πάρα πολύ για τη διάσωση. Ο τρίτος πόλος που επίσης αντέδρασε ισχυρά ήταν οι ίδιοι οι εργάτες των Λιπασμάτων οι οποίοι πίεζαν στο να μην κλείσουν τα Λιπάσματα Δραπετσώνας. Αυτοί είναι οι 3 παίκτες που παλεύουν τη διάσωση, για διαφορετικούς λόγους ο καθένας. Οι εργάτες για να σώσουν την εργασία τους, οι τεχνικοί διευθυντές για να δημιουργήσουν ένα νέου τύπου εργοστάσιο που θα μπορούσε να είναι βιώσιμο, και η επιστημονική κοινότητα για να διασώσει και την τεχνολογική παραγωγή μέσα στην πόλη, γιατί θεωρούσαν πια ότι η μαζική αποβιομηχάνιση της Αθήνας είχε αρχίσει να δημιουργεί πολύ μεγάλους θύλακες ανεργίας, πολύ μεγάλα κενά στις πόλεις με αποτελέσματα δραματικά για την εξέλιξη και ποιότητα του χώρου.»

Μια από τις σημαντικότερες συνέπειες που έφερε η υποβάθμιση των Λιπασμάτων ήταν οι μαζικές απολύσεις εργαζομένων. Στις αρχές του ‘90, η μονάδα του υαλουργείου κλείνει, και μαζί της χάνονται χιλιάδες θέσεις εργασίας. Από τους 3500 εργαζομένους που απασχολούνταν στο εργοστάσιο, πλέον έμειναν οι 400. Στη νέα αυτή πραγματικότητα, οι εργαζόμενοι που έμειναν πίσω, αντέδρασαν συλλογικά στην προοπτική του κλεισίματος και πάλεψαν για να διατηρήσουν το εργοστάσιο ζωντανό. Έπρεπε να εξασφαλίσουν ότι η επόμενη μέρα δεν θα τους έβρισκε άνεργους.

Θανάσης Αξυπόλητος: «Από το ‘92 που φεύγω κι εγώ από τα Λιπάσματα, αποχωρώ, μέχρι το ‘98, σιγά, σιγά, κλείνανε, μείνανε 200, 300, 400 εργαζόμενοι, μέχρι το οριστικό κλείσιμο, με πολλά προβλήματα, με αγώνες για να μη χάσουν τη δουλειά τους.»
Χρήστος Βλαβιανός: «Κοίταξε να δεις, εργοδοσία δεν υπήρχε και το εργοστάσιο κρατήθηκε απ’ το σύλλογο των εργαζομένων, απ’ το σωματείο των εργαζομένων, επειδή η Εθνική Τράπεζα το δούλεψε λίγο και μετά λέει δεν το θέλω, προσπαθήσαμε και πλησιάσαμε την Αγροτική Τράπεζα, η οποία το νοίκιασε απ’ την Εθνική, το χρηματοδότησε να δουλέψει και πούλαγε εκείνη το λίπασμα που κάναμε παραγωγή εμείς. Η τότε κυβέρνηση δεν ασχολήθηκε καθόλου με το θέμα αυτό. Βγήκε ένα πρόγραμμα για λίγους, μετά καταφύγαμε στην Ευρώπη, δεν μας υποστήριζε κανένα κόμμα, ουτε το ΚΚΕ, η Νέα Δημοκρατία, ΠΑΣΟΚ, ΚΚΕ, και το ΚΚΕ εσωτερικού που ήταν τοτε, καμία υποστήριξη. Και βρήκαμε κάποια υποστήριξη, όχι κάποια, αρκετά μεγάλη, από την ΟΑΚΕ, αυτή ανέλαβε και πήγε το θέμα των εργαζομένων στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο στην Επιτροπή Αναφορών. Μας διέθεσε δωρεάν δικηγόρο και ανέδειξε το θέμα των εργαζομένων. Βγαίναμε σε κανάλια ελληνικά και κόβανε την εκπομπή στον αέρα, δηλαδή ήμασταν στο κόκκινο πανί για αρκετό διάστημα.»

Οι εργαζόμενοι που παρέμειναν στο εργοστάσιο προσπάθησαν να φέρουν το θέμα των Λιπασμάτων στη δημοσιότητα και να διεκδικήσουν τη συνέχεια της λειτουργίας του. Παρόλα αυτά, στην κοινωνία της Δραπετσώνας, η άποψη των εργαζομένων αποτελούσε τη μειοψηφία. Για τους περισσότερους Δραπετσωνίτες και Δραπετσωνίτισσες, τα Λιπάσματα ήταν μια βαθιά πληγή που κατέστρεφε τον τόπο και την υγεία τους. Ο Γιώργος Ταγουζής γεννήθηκε και μεγάλωσε στη Δραπετσώνα, και μέχρι σήμερα, στα 58 του χρόνια, ζει εδώ. Τον συναντώ στο σπίτι του και το βλέμμα μου στρέφεται κατευθείαν προς το παράθυρο. Σε ελάχιστα μέτρα από το μπαλκόνι, βλέπω τα φουγάρα του τσιμεντάδικου, τα διυλιστήρια, και στο βάθος την καμινάδα των Λιπασμάτων.

Γιώργος Ταγουζής: «Σαν παιδάκι, οι συνθήκες που θυμάμαι εγώ, να παίζουμε μπάλα σε κάτι αυτοσχέδια γήπεδα εδώ πέρα, και όταν ελευθερωνότανε το οξύ που είχε μέσα η Εταιρεία Λιπασμάτων να σου κόβεται η αναπνοή, να μην μπορείς να αναπνεύσεις. Από τον πατέρα μου, οι μαρτυρίες που μας έλεγε εδώ πέρα, γιατί μπορεί να μην πείνασε όλα αυτά τα χρόνια, γιατί του παρείχανε δουλειά εκεί πέρα μέσα, αλλά είχε άλλα προβλήματα. Αρρώστησε, γιατί εργαζόταν στα γεωργικά φάρμακα, τότε αυτά τα φτιάχνανε με τα χέρια, δεν υπήρχαν μηχανήματα. Αρρώστησε με το στομάχι του, με αυτά, και στο τέλος, όταν κόντευε για να πάρει τη σύνταξη, με το που συνταξιοδοτήθηκε, αρρώστησε και από καρκίνο.»

Ο πατέρας του Γιώργου δούλευε για τριάντα χρόνια στα Λιπάσματα και βγήκε στη σύνταξη ταλαιπωρημένος και άρρωστος. Ο ίδιος, δεν εργάστηκε ποτέ στο εργοστάσιο, όμως από μικρό παιδί ζούσε τη σκληρή πραγματικότητα που δημιουργούσαν τα Λιπάσματα στην περιοχή. Για το Γιώργο, η απομάκρυνση του εργοστασίου ήταν η προϋπόθεση για μια καλύτερη ζωή.

Γιώργος Ταγουζής: «Ως επί το πλείστον, ο πιο πολύς κόσμος είναι δυσαρεστημένος. Όπως και όταν έκλεισε, δηλαδή εγώ θυμάμαι παιδάκι να φωνάζουνε να κλείσουν τα Λιπάσματα που ‘χε τότε πόσος κόσμος και έτρωγε ψωμί, γιατί μολύνει την περιοχή, γιατί, γιατί, διάφορα. Εγώ πιστεύω ότι δεν θα υπήρχε κάτοικος που να μην ήθελε να κλείσει, όταν μολύνει κάτι. Δηλαδή εμένα, όπως είναι εδώ το σπίτι μου, έμπαινε μέσα, δηλαδή το φουγάρο ερχότανε μέσα εδώ. Εγώ δεν ήθελα μια καλύτερη ζωή τότε, για να είναι να φύγει;»

Στη συλλογική μνήμη των κατοίκων, το εργοστάσιο των Λιπασμάτων ήταν η αιτία πολλών δυσκολιών που αναγκάστηκαν να αντιμετωπίσουν μέσα στα χρόνια. Όταν πια υπήρχε η ρεαλιστική πιθανότητα του κλεισίματός του, τη δεκαετία του ‘90, η αντίθεση έγινε ακόμα πιο ισχυρή, το εργοστάσιο έπρεπε να φύγει. Από την πλευρά της, η τοπική αυτοδιοίκηση είχε επίσης ξεκαθαρίσει τη θέση της σχετικά με το μέλλον του εργοστασίου. Η δημοτική αρχή της Δραπετσώνας, που παρέμεινε ίδια σε όλη τη δεκαετία του ‘90, επέμενε στο κλείσιμο των Λιπασμάτων, έχοντας ως στόχο τη μελλοντική ανάπλαση της βιομηχανικής ζώνης της περιοχής. Οι πρώην εργαζόμενοι, Χρήστος και Θανάσης, μου περιγράφουν τη στάση του δήμου εκείνη την εποχή.

Χρήστος Βλαβιανός: «Ο δήμος έπαιρνε χρήματα από τη Δραπετσώνα, από τα εργοστάσια, αλλά δεν έκανε καμία επένδυση στο χώρο.Υπήρχε μια έντονη πολιτική των δήμων τότε, στο να κλείσει το εργοστάσιο.»
Θανάσης Αξυπόλητος: «Εκείνο το διάστημα, ήμουνα, ήμασταν αντιπολίτευση στο δήμο, και η κόντρα μας ήταν ότι έλεγα πρώτα οι εργαζόμενοι να τακτοποιηθούν, να βρούμε τρόπους, γιατί ήταν 2500 εργαζόμενοι. Εκτός απ‘ τους 2500 εργαζόμενους, είχε κι άλλα επαγγέλματα, ακόμα και ο μανάβης που ερχόταν απ’ έξω, αυτός που πούλαγε σάμαλι, που ήτανε μπουγάτσα, που ήτανε ο περιπτεράς, που ήτανε ο φούρναρης, δεν ήταν μόνο ένα κομμάτι, γύρω γύρω υπήρχαν κι άλλοι που εξυπηρετούνταν από τη Δραπετσώνα. Και, όχι να κλείσουν τα Λιπάσματα ήταν η τότε δημοτική αρχή. Νομίζω ότι ήταν πολιτική απόφαση, θυμάμαι ότι τότε είχαμε κάποιες κόντρες γιατί οι τρεις δήμοι, Κερατσίνι, Δραπετσώνα, Πειραιάς θέλανε το κλείσιμο οριστικά του εργοστασίου και ενώ γινόντουσαν συσκέψεις πώς θα γίνει, τι θα γίνει, και ποιες δραστηριότητες μπορεί να βοηθηθούν ώστε να συνυπάρχουν και οι δήμοι και το εργοστάσιο, η κόντρα ήταν όχι, πρέπει να κλείσει, τελείωσε. Ηταν επιλογή, πολιτική επιλογή, πιστεύω και ευρωπαϊκή πολιτική, και δεν ήτανε μόνο τοπική επιλογή.»

Οι κυβερνητικές και διοικητικές αποφάσεις οδηγούν τελικά το εργοστάσιο σε οριστικό κλείσιμο το καλοκαίρι του 1999. Για πολλούς από τους κατοίκους της Δραπετσώνας, το τέλος των Λιπασμάτων ισοδυναμούσε με μια νέα αρχή. Πλέον, το όραμα για μια καλύτερη ποιότητα ζωής είχε πάρει σάρκα και οστά και η ανακούφιση ήταν, χωρίς αμφιβολία, μεγάλη. Ποιες ήταν όμως οι συνέπειες του κλεισίματος ενός εργοστασίου που υπήρχε στην περιοχή για τόσες δεκαετίες; Και, κυρίως, τι απέγιναν οι άνθρωποι των Λιπασμάτων;

Χαράλαμπος Αργυρόπουλος: «Εμένα εντάξει η ζωή μου άλλαξε γιατί, μη νομίζεις, υπήρχαν και άτομα τα οποία πεθάνανε όταν έκλεισε το εργοστάσιο, άλλοι χωρίσανε από οικογένειες. Εντάξει, άλλαξε λίγο πολύ. Κι εγώ έμεινα άνεργος κάποιο διάστημα, για να είμαι ειλικρινής, έμεινα κάνα χρόνο άνεργος, από ‘κει και ‘κει, ντάξει, λίγο πολύ, κάπου βρεθήκαμε, κάπου πήγαμε.»
Χρήστος Βλαβιανός: «Μπορώ να σου πω ότι οι πιο πολλοί που ζητάγανε να κλείσει, στο τέλος φύγανε από τη Δραπετσώνα, όταν έκλεισε, πήγανε κάπου αλλού, τα στελέχη που ήταν τα πιο μεγάλα. Ήτανε μια εμμονή στο να κλείσει. Αλλά υπολόγιζε ότι δούλευε ο Πειραιάς, η Δραπετσώνα, Κερατσίνι, δουλεύανε πάρα πολλές εταιρείες που προμηθεύαν το εργοστάσιο με ανταλλακτικά, ζούσαν, ας πούμε, κι άλλος κόσμος απ’ το εργοστάσιο. Ήταν ένα σημαντικό γεγονός. Φαντάσου ένα σπίτι να ξέρει ότι μπαίνει ένας μισθός και ξαφνικά να λέει κόβεται.»
Θανάσης Αξυπόλητος: «Η γύρω περιοχή του Πειραιά που είχε μηχανουργεία, λεβητοποιεία όλα αυτά έκλεισαν. Οι εργαζόμενοι σταμάτησαν να έχουν έσοδα, κατέληξαν κάποιοι να γίνουνε ταξιτζήδες, άλλοι φτάσανε στο σημείο να πάνε να πάρουν χαρτί από το Δαφνί για να πάρουνε σύνταξη, γιατί σε μεγάλη ηλικία, 56 – 60 χρονών, ποιός να τους πάρει, ενώ μέσα εκεί ήταν μηχανικοί, προϊστάμενοι είχαν πάρα πολύ καλή θέση και πολύ καλό μισθό έτσι, ο μισθός δεν συζητιέται. Όταν εγώ έφυγα από τα Λιπάσματα και πήγα στην εκπαίδευση, ο μισθός που πήρα θεωρούσα ότι ήταν χαρτζιλίκι.»

Ακόμα και όταν το εργοστάσιο έκλεισε οριστικά τις πύλες του, οι αγώνες των πρώην εργαζομένων δεν τελείωσαν. Για πολλά χρόνια, οι απολυμένοι των Λιπασμάτων διεκδικούσαν ένσημα για τη σύνταξή τους, αλλά και μέτρα οικονομικής στήριξης για τους ανέργους. Οι δικαστικοί τους αγώνες έφτασαν μέχρι τον Άρειο Πάγο και το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, τα οποία έκριναν παράνομες τις απολύσεις των εργαζομένων. Η δικαίωση όμως θα ερχόταν μετά από πολλά χρόνια.

Χρήστος Βλαβιανός: «Έφτασε η ελληνική κυβέρνηση, μέσα στην Επιτροπή Αναφορών στην Ευρώπη, να πει ότι διατηρούμε ακόμα το εργοστάσιο και δουλεύει. Και οταν βγήκε ο δικηγόρος των εργαζομένων και λέει: Απολύθηκε ο κόσμος με την τάδε απόφαση, γκρεμίστηκε το εργοστάσιο με την τάδε απόφαση. Βγήκε κάποιος κομισάριος εκεί και λέει: Υπάρχει κράτος που να προσπαθεί να παραπλανήσει την Ευρώπη και το κάνει αυτό εναντια στους εργαζόμενους, στους πρώην εργαζόμενους; Φτάσαμε μεχρι σ’ αυτό το σημείο. Ήταν ένα αρκετά μεγάλο σοκ, πάρα πολλά χρόνια κράτησε αυτό. Σκέψου οτι δικαιωθήκαμε από το ΙΚΑ, μετά από 23 χρόνια. Αυτη ήταν η συμπεριφορά του δημοσίου, να έχεις απολυθεί και να δικαιώνεσαι μετά από 23 χρόνια. Μετά από 10 χρόνια από το κλείσιμο, κάποιοι βουλευτές ζητήσανε συγνώμη στη Βουλή, ζητήσανε συγνώμη για τους εργαζομένους των Λιπασμάτων. Πέρασε μια δεκαετία, όχι για να το καταλάβουνε, δεν είχαν το θάρρος να το πούνε.»

Το οριστικό κλείσιμο του εργοστασίου των Λιπασμάτων, όπως άλλωστε και κάθε μεγάλης βιομηχανίας, είχε ευρύτερες επιπτώσεις που δεν αφορούσαν μόνο τους εργαζομένους. Τη δεκαετία του ‘90, δεν ήταν λίγοι οι εργάτες που τόνιζαν ότι το κλείσιμο του εργοστασίου θα έβλαπτε μακροπρόθεσμα την ελληνική κοινωνία. Σε ένα πλαίσιο μαζικής αποβιομηχάνισης, η διακοπή της εγχώριας βιομηχανικής παραγωγής φέρει οικονομικές συνέπειες για τους πολίτες και δημιουργεί συνθήκες πλήρους εξάρτησης από τις εισαγωγές. Η περίπτωση των Λιπασμάτων ήρθε να αποδείξει αυτήν ακριβώς τη δυσχερή εξέλιξη.

Χαράλαμπος Αργυρόπουλος: «Γιατί το τζάμι εκείνη την εποχή ήτανε μονοπώλιο και απ’ ότι έμαθα μετά, ότι όταν έκλεισε το τζάμι πήγε διπλάσια τιμή, τριπλάσια. Αν αγόραζες με 10 δραχμές, μετά αγόραζες με 30. Εμείς το ακριβότερο λίπασμα τότε είχε 5 χιλιάδες το τσουβάλι 50 κιλά, και τώρα έχει 25 κιλά, 50 ευρώ. Καμία σχέση δηλαδή οι τιμές οι τότε. Αλλά είπαμε ότι το εργοστάσιο θα μπορούσε να μείνει, ακόμα δηλαδή να δουλεύει με συμπιεστά λιπάσματα που δεν είχανε δηλαδή τόσο, ας πούμε, βρώμα, θα μπορούσε να μείνει να δουλεύουν 100 οικογένειες μέσα, να έχει 100 ανθρώπους να δουλεύουνε. Ας μην έκανε χημείες, ας πούμε, ας μην έβγαζε οξέα, αλλά λιπάσματα θα μπορουσε να ‘χε βγάλει, να είχε την αγορά τη δικιά μας εδώ. Να μην αγοράζουμε εμείς λιπάσματα απέξω, να υπήρχε μια εγχώρια παραγωγή δικιά μας.»
Θανάσης Αξυπόλητος: «Η ζωή προχωράει όλα πρέπει να γίνονται. Αυτό τελείωσε, πήγαμε στο παρακάτω, και μακάρι να ξαναβιομηχανοποιηθεί η χώρα γιατί δεν κάνει να μην κάνουμε τίποτα. Πρέπει κάτι να παράγουμε.»

Το κλείσιμο του εργοστασίου των Λιπασμάτων δεν ήταν μια εύκολη ή απλή υπόθεση. Οι συνέπειες του τόσο στο μικροεπίπεδο της ζωής των εργαζομένων όσο και στο πλαίσιο της ευρύτερης εγχώριας οικονομίας δεν μπορούν να αγνοηθούν. Από την άλλη, η συνέχιση της λειτουργίας του θα ήταν εξίσου ζημιογόνα για τους κατοίκους και το περιβάλλον. Η απόφαση στο δίλημμα πάρθηκε και πλέον, 25 χρόνια αργότερα, το εργοστάσιο ανήκει πια στο μακρινό παρελθόν. Πώς θυμούνται σήμερα οι κάτοικοι της Δραπετσώνας τα Λιπάσματα, που κάποτε ήταν ένα σημαντικό κομμάτι της συλλογικής τους ταυτότητας;

Νίκος Μπελαβίλας: «Έχω την αίσθηση ότι, έχοντας ζήσει τα Λιπάσματα σχεδόν από το ‘70, μέσα από τις κινητοποιήσεις των κατοίκων για το κλείσιμο, ότι τα Λιπάσματα για την τελευταία γενιά των Δραπετσωνιτών, ήταν ένας κολασμένος τόπος. Σήμερα, θα δούμε αφηγήσεις νοσταλγικές, είναι ένα φαινόμενο το οποίο επαναλαμβάνεται στην ιστορία. Έχεις δηλαδή μια γενιά η οποία μάχεται για να αλλάξει κάτι, για να κλείσει κάτι, για να κατεδαφιστεί κάτι. Η Δραπετσώνα διεκδίκησε πάρα πολύ σκληρά το να εξαφανιστεί το εργοστάσιο των Λιπασμάτων και η νοσταλγία άρχισε την επόμενη μέρα, όταν πια είχε χαθεί το εργοστάσιο, τότε άρχισαν να βλέπουν στη Δραπετσώνα εικόνες, παλιές φωτογραφίες, τοιχογραφίες που απεικόνιζαν τα Λιπάσματα και ήταν εντυπωσιακό το πώς άλλαζε η κοινή γνώμη. Από τη στιγμή που ο εφιάλτης της ρύπανσης είχε φύγει, άρχισαν να θυμούνται τις καλές εκδοχές, δεν θυμόντουσαν πια την καταπίεση των εργατών, δε θυμόντουσαν τα μπλόκα των Γερμανών, δε θυμόντουσαν τη ρύπανση της θάλασσας, δε θυμόντουσαν τους χαρακτηρισμούς εναντίον του Μποδοσάκη και των βιομηχάνων. Θυμόντουσαν τα οικήματα ως έναν τόπο όπου οι εργάτες ζούσαν όντως καλύτερα απ’ ότι ζούσαν οι υπόλοιποι Δραπετσωνίτες στους παραγκομαχαλάδες στην Κρεμμυδαρού και στο Καστράκι. Θυμόντουσαν την υψηλή τεχνολογία η οποία ήταν πρωτοφανής για τα μέτρα ακόμα και της πειραϊκής βιομηχανίας, θυμόντουσαν τους ρυθμούς της τακτικότητας, του μεροκάματου. Όμως αυτό δεν παύει να είναι μια, ουσιαστικά, δεύτερη αφήγηση, αυτή η νοσταλγική αφήγηση που έρχεται μετά το τέλος μιας εποχής. Τη θυμάσαι με νοσταλγία, τη θυμάσαι με γλυκύτητα και όχι με τον απόλυτο εχθρικό τρόπο που τη βίωνες τα χρόνια που υπήρχε.»

Η ύπαρξη μιας βαριάς χημικής βιομηχανίας δίπλα στα σπίτια των κατοίκων, είναι ένα ζήτημα ιδιαίτερα περίπλοκο που δημιουργεί συχνά κοινωνικά διλήμματα, ακόμα και αν οι αποφάσεις λαμβάνονται με πολιτικούς ή οικονομικούς όρους. Στην περίπτωση των Λιπασμάτων, μπορεί οι εργασιακές συνθήκες να ήταν ιδιαίτερα σκληρές, όμως οι ζωές των χιλιάδων εργαζομένων, ιδιαίτερα των μεγαλύτερων, που δούλευαν για πάρα πολλά χρόνια, άλλαξαν ριζικά μετά το κλείσιμο του εργοστασίου, και όχι απαραίτητα προς το καλύτερο. Από την άλλη πλευρά, η κοινωνία της Δραπετσώνας, χρόνια επιβαρυμένη από την πραγματικότητα της ρύπανσης, μπορούσε πια να διαπραγματευτεί ένα καλύτερο μέλλον. Για την ακρίβεια, μπορούσε πια να απωλέσει την ταυτότητα της υποβαθμισμένης εργατούπολης και να δημιουργήσει μια νέα ταυτότητα θέτωντας πια, τους δικούς της όρους.

Αυτό ήταν το τέταρτο επεισόδιο του Πάρκου Εργατιάς, ενός ηχητικού ντοκιμαντέρ έξι επεισοδίων που ρίχνει φως στην ιστορία των Λιπασμάτων και των ανθρώπων που έζησαν και εργάστηκαν στην περιοχή. Για να μην χάνετε κανένα επεισόδιο, μπορείτε να ακολουθήσετε το κανάλι του Πολυχώρου Λιπασμάτων στο Spotify και στα Google και Apple podcasts.

Το «Πάρκο Εργατιάς» είναι μια παραγωγή του Spoovio σε συνεργασία με τον Πολυχώρο Λιπασμάτων, το Κέντρο Δια Βίου Μάθησης Κερατσινίου – Δραπετσώνας, τον οργανισμό COMM’ON και το Δήμο Κερατσινίου – Δραπετσώνας. Πραγματοποιείται με την επιχορήγηση του Υπουργείου Πολιτισμού.


Έρευνα – Σενάριο – Αφήγηση: Έλλη Ξυπολιτάκη
Sound Design – Μίξη ήχου: Βασίλης Βήττας

Σε συνεργασία:

Με την επιχορήγηση και την αιγίδα: