Το “Πάρκο Εργατιάς” είναι ένα ηχητικό ντοκιμαντέρ έξι επεισοδίων που ρίχνει φως στην ιστορία των Λιπασμάτων και των ανθρώπων που έζησαν και εργάστηκαν στην περιοχή.
Σε κάθε επεισόδιο, ερευνητές, τοπικοί φορείς, κάτοικοι της περιοχής, και πρώην εργαζόμενοι αφηγούνται ιστορίες πίσω από την άνοδο και την πτώση του εργοστασίου, τα σιωπηλά χρόνια της εγκατάλειψής του, και τους μακροχρόνιους αγώνες που οδήγησαν στο σήμερα.
Κρατώντας στο νου το τραγούδι και ακολουθώντας το μονοπάτι δίπλα στη θάλασσα, στο σημερινό πάρκο των Λιπασμάτων στη Δραπετσώνα, συναντάς οικογένειες σε αυτοσχέδια παιδικά πάρτυ ή παρέες να χαζεύουν ξέγνοιαστα τη θάλασσα και αναρωτιέσαι γιατί ο Λειβαδίτης να έγραψε έναν τόσο πονεμένο στίχο.
Την προσοχή τραβάει απότομα η επιβλητική ασπροκόκκινη καμινάδα και το σιλό, εκεί που κάποτε βρισκόταν το εργοστάσιο των Λιπασμάτων και καταλαβαίνεις ότι τα πράγματα δεν ήταν πάντα ξέγνοιαστα σε αυτή την πόλη. Στα ερείπια των μονάδων του εργοστασίου, κρύβονται οι μνήμες μιας πόλης που γεννήθηκε μέσα από τις στάχτες της.
Πώς το εργοστάσιο που όρισε τη μοίρα της Δραπετσώνας κατάφερε να μετατραπεί σε ένα πάρκο-σύμβολο κοινωνικών διεκδικήσεων για το δικαίωμα στο δημόσιο χώρο; Ποια η πραγματικότητα των κατοίκων και εργαζομένων του εργοστασίου για σχεδόν έναν αιώνα και ποιο το τίμημα που έπρεπε να πληρώσουν;
Ακούστε τα επεισόδια μέσα από το κανάλι του Πολυχώρου Λιπασμάτων στο spotify, στα google και apple podcast.
Το “Πάρκο Εργατιάς” είναι ένα έργο του Κέντρου Δια Βίου Μάθησης Κερατσινίου – Δραπετσώνας σε συνεργασία με τον οργανισμό COMM’ON με την υποστήριξη του Δήμου Κερατσινίου – Δραπετσώνας. Η παραγωγή έγινε από την Spoovio με την επιχορήγηση του Υπουργείου Πολιτισμού.
«Πάρ’ το στεφάνι μας, πάρ’ το γεράνι μας, στη Δραπετσώνα πια δεν έχουμε ζωή», γράφει ο Τάσος Λειβαδίτης πίσω στο 1960, ένας στίχος που έμεινε ανεξίτηλος στη συλλογική μνήμη μέσα από τη φωνή του Γρηγόρη Μπιθικώτση. Κρατώ στο νου μου το τραγούδι και ακολουθώ το μονοπάτι δίπλα στη θάλασσα, στο σημερινό πάρκο των Λιπασμάτων στη Δραπετσώνα. Στη διαδρομή, συναντώ οικογένειες σε αυτοσχέδια παιδικά πάρτυ ή παρέες να χαζεύουν ξέγνοιαστα τη θάλασσα και αναρωτιέμαι γιατί ο Λειβαδίτης να έγραψε έναν τόσο πονεμένο στίχο. Την προσοχή μου τραβάει απότομα η επιβλητική ασπροκόκκινη καμινάδα και το σιλό, εκεί που κάποτε βρισκόταν το εργοστάσιο των Λιπασμάτων. Καταλαβαίνω ότι τα πράγματα δεν ήταν πάντα ξέγνοιαστα σε αυτή την πόλη. Στα ερείπια των μονάδων του εργοστασίου, κρύβονται οι μνήμες μιας πόλης που γεννήθηκε μέσα από τις στάχτες της.
Είμαι η Έλλη Ξυπολιτάκη και αυτό είναι το «Πάρκο Εργατιάς», ένα ηχητικό ντοκιμαντέρ έξι επεισοδίων που ρίχνει φως στην ιστορία των Λιπασμάτων και των ανθρώπων που έζησαν και εργάστηκαν στην περιοχή. Σε κάθε επεισόδιο, συνομιλώ με ερευνητές, τοπικούς φορείς, κατοίκους της περιοχής, και πρώην εργαζομένους, προκειμένου να ανακαλύψω τις ιστορίες πίσω από την άνοδο και την πτώση του εργοστασίου, τα σιωπηλά χρόνια της εγκατάλειψής του, και τους μακροχρόνιους αγώνες που οδήγησαν στο σήμερα.
Το «Πάρκο Εργατιάς» είναι μια παραγωγή του Spoovio σε συνεργασία με τον Πολυχώρο Λιπασμάτων, το Κέντρο Δια Βίου Μάθησης Κερατσινίου – Δραπετσώνας, τον οργανισμό COMM’ON και το Δήμο Κερατσινίου – Δραπετσώνας. Πραγματοποιείται με την επιχορήγηση του Υπουργείου Πολιτισμού.
Στο πρώτο επεισόδιο ακούγονται οι:
Ο χώρος των Λιπασμάτων σήμερα δε μοιάζει σε τίποτα με τον παλιό του εαυτό. Πλέον δεν υπάρχουν εργάτες στημένοι στην ουρά για το μεροκάματο, αλλά άνθρωποι που κάνουν βόλτες, αθλούνται ή συμμετέχουν σε πολιτιστικές εκδηλώσεις. Το μόνο πράγμα που θυμίζει το παρελθόν, είναι οι τέσσερις εργοστασιακές μονάδες που στέκονται αγέρωχες στο χώρο μαζί με τις προσωπικές αφηγήσεις όσων τα έζησαν. Όμως η ιστορία των Λιπασμάτων, είναι μια ιστορία τόσο παλιά όσο η ιστορία της ίδιας της πόλης και για να κατανοήσουμε το σήμερα, θα πρέπει να πάμε πίσω, στον προηγούμενο αιώνα, τότε που η ίδρυση του εργοστασίου των Λιπασμάτων έχτισε τα θεμέλια ολόκληρης της Δραπετσώνας.
Είμαι η Έλλη Ξυπολιτάκη και αυτό είναι το «Πάρκο Εργατιάς», ένα ηχητικό ντοκιμαντέρ έξι επεισοδίων που ρίχνει φως στην ιστορία των Λιπασμάτων και των ανθρώπων που έζησαν και εργάστηκαν στην περιοχή. Σε κάθε επεισόδιο, συνομιλώ με ερευνητές, τοπικούς φορείς, κατοίκους της περιοχής, και πρώην εργαζομένους, προκειμένου να ανακαλύψω τις ιστορίες πίσω από την άνοδο και την πτώση του εργοστασίου, τα σιωπηλά χρόνια της εγκατάλειψής του, και τους μακροχρόνιους αγώνες που οδήγησαν στο σήμερα.
Μεταφερόμαστε στο τέλος του 19ου αιώνα, όταν η περιοχή που σήμερα βρίσκεται η πόλη της Δραπετσώνας ήταν ένας τόπος έρημος, παρθένος από κάθε λογής ανθρώπινη δραστηριότητα. Συνομιλώ με το Νίκο Μπελαβίλα, Καθηγητή Πολεοδομίας και Ιστορίας της Πόλης στο Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο και την Ελένη Κυραμαργιού, Ιστορικό και Εντεταλμένη Ερευνήτρια στο Ινστιτούτο Ιστορικων Ερευνών του Εθνικού Ιδρύματος Ερευνών, οι οποίοι με βάζουν στο κλίμα εκείνης της εποχής.
Δίπλα στην αραιοκατοικημένη τότε Δραπετσώνα, μια πόλη αναπτύσσεται μανιωδώς και πολύ γρήγορα μετατρέπεται στο πρώτο μεγάλο λιμάνι της χώρας. Αυτή δεν είναι άλλη από την πόλη του Πειραιά. Πώς συνδέεται η δημιουργία της Δραπετσώνας με τη βιομηχανική ανάπτυξη του Πειραιά και πώς οδηγούμαστε τελικά στην ίδρυση του εργοστασίου Λιπασμάτων;
Η σταδιακή εγκατάσταση εργοστασιακών μονάδων στο μέχρι τότε απάτητο έδαφος της Δραπετσώνας, οδηγούν τελικά στην ίδρυση της πρώτης μεγάλης βιομηχανίας στην περιοχή. Στις 25 Απριλίου του 1909, ιδρύεται η Ανώνυμη Ελληνική Εταιρεία Χημικών Προϊόντων και Λιπασμάτων, γνωστή και ως «Λιπάσματα». Ποιοί ήταν οι άνθρωποι πίσω από την ίδρυση και διαμόρφωση του εργοστασίου; Σε ποιους τομείς δραστηριοποιήθηκε η εταιρεία και ποιά η ανάπτυξή της μέσα στο χρόνο;
Σύντομα, τα Λιπάσματα μετατρέπονται σε ένα πολυδιάστατο βιομηχανικό συγκρότημα που αναπτύσσεται ραγδαία. Ο Κύκλος της Ζυρίχης, με την επιστημονική του γνώση και την έντονη επιχειρηματική δραστηριότητα που ασκεί στην περιοχή, στήνει από το μηδέν τη βιομηχανική ζώνη της Δραπετσώνας, και προδιαγράφει την ταυτότητα της, μια ταυτότητα, η οποία την ακολουθεί μέχρι και σήμερα. Παράλληλα όμως, τα Λιπάσματα ανοίγουν και ένα νέο κεφάλαιο στην ελληνική βιομηχανία. Ως ένα από τα πιο σημαντικά επιτεύγματα της Β’ βιομηχανικής επανάστασης στην Ελλάδα, η εταιρεία διατηρεί μια φυσιογνωμία πολύ διαφορετική από τις μέχρι τότε βιομηχανικές επιχειρήσεις. Στον τύπο της εποχής, υπερπροβάλλεται η συμβολή της εταιρείας στην εγκαθίδρυση ενός νεωτερικού βιομηχανικού μοντέλου, πρωτόγνωρου για τα ελληνικά δεδομένα.
Ήδη από την ίδρυσή τους, τα Λιπάσματα απολάμβαναν τη στήριξη του κράτους και των τραπεζών, ένα πρωτοφανές φαινόμενο για την εποχή, που όμως δε συνέβη τυχαία. Λίγα χρόνια πριν, είχε αρχίσει να προωθείται η σημασία της χημικής λίπανσης για την ανάπτυξη της γεωργικής παραγωγής, η οποία θα αντικαθιστούσε τη χρονοβόρα μέθοδο της αγρανάπαυσης που χρησιμοποιούσαν τότε οι γεωργοί. Παράλληλα, πολλοί ειδικοί στον κλάδο της χημείας τόνιζαν ότι η Ελλάδα διαθέτει άφθονες πρώτες ύλες για τη βιομηχανική παραγωγή λιπασμάτων, οι οποίες ωστόσο παρέμεναν ανεκμετάλλευτες. Σε αυτό το σκηνικό, ο Νικόλαος Κανελλόπουλος, μαζί με τον υπόλοιπο Κύκλο της Ζυρίχης, αρπάζουν την ευκαιρία και στήνουν την πρώτη βιομηχανία παραγωγής χημικών λιπασμάτων στην Ελλάδα, δημιουργώντας μια νέα αγορά στην εγχώρια γεωργία. Ο μονοπωλιακός χαρακτήρας του εργοστασίου, σε συνδυασμό με τις ανάγκες της εποχής για αύξηση της αγροτικής παραγωγής, προσελκύει τους τραπεζικούς οργανισμούς και δημιουργεί ένα σημαντικό μοχλό πίεσης προς το κράτος, διεκδικώντας την αμέριστη στήριξή του. Με τραπεζικές και κρατικές πλάτες, και ένα μονοπώλιο που διήρκησε για περίπου μισό αιώνα, ήταν αναπόφευκτο ότι το εργοστάσιο Λιπασμάτων θα αποτελούσε τον σημαντικότερο εργοδότη της περιοχής.
Η γρήγορη ανάπτυξη του εργοστασίου συνέπεσε με μια ιστορική συγκυρία που θα άλλαζε ριζικά τα δεδομένα της περιοχής. Μετά την ήττα της Ελλάδας στον Ελληνοτουρκικό πόλεμο του ‘19-’22 και τη Μικρασιατική Καταστροφή, καταφθάνουν στο λιμάνι του Πειραιά χιλιάδες πρόσφυγες αναζητώντας μια καλύτερη ζωή. Στην ευρύτερη περιοχή, υπάρχουν ήδη, από τις αρχές του αιώνα, γειτονιές προσφύγων κυρίως από τον Εύξεινο Πόντο, όμως η Μικρασιατική Καταστροφή φέρνει στη Δραπετσώνα ένα τεράστιο αριθμό προσφύγων και, όπως είναι μάλλον προφανές, και έναν τεράστιο αριθμό εργατών.
Η βιομηχανική ανάπτυξη του Πειραιά φέρνει στο παρθένο έδαφος της Δραπετσώνας ένα εργοστάσιο που έμελλε να γίνει η ναυαρχίδα της χημικής βιομηχανίας στην Ελλάδα. Μέσα από την καινοτομία και τις ευνοϊκές οικονομικές και πολιτικές συγκυρίες, το εργοστάσιο των Λιπασμάτων χαράζει το λαμπρό του μέλλον, ένα μέλλον που χτίζεται πάνω στις πλάτες των χιλιάδων προσφύγων από την Μικρά Ασία που καταφθάνουν στην περιοχή. Δίπλα στις ακτές της Δραπετσώνας, η παραγωγή ανθίζει, οι μηχανές δουλεύουν μανιωδώς, και μέσα από την ανάγκη για επιβίωση και τον μόχθο των προσφύγων, μια κοινωνία γεννιέται στις μάντρες των εργοστασίων.
Είμαι η Έλλη Ξυπολιτάκη και αυτό ήταν το πρώτο επεισόδιο του Πάρκου Εργατιάς. Για να μην χάνετε κανένα επεισόδιο, μπορείτε να ακολουθήσετε το κανάλι του Πολυχώρου Λιπασμάτων στο Spotify και στα Google και Apple Podcasts ή σε όποια άλλη πλατφόρμα προτιμάτε.
Το «Πάρκο Εργατιάς» είναι μια παραγωγή του Spoovio σε συνεργασία με τον Πολυχώρο Λιπασμάτων, το Κέντρο Δια Βίου Μάθησης Κερατσινίου – Δραπετσώνας, τον οργανισμό COMM’ON και το Δήμο Κερατσινίου – Δραπετσώνας. Πραγματοποιείται με την επιχορήγηση του Υπουργείου Πολιτισμού.
Έρευνα – Σενάριο – Αφήγηση: Έλλη Ξυπολιτάκη
Sound Design – Μίξη ήχου: Βασίλης Βήττας, Έλλη Ξυπολιτάκη
Στο πρώτο επεισόδιο ακούγονται οι:
Βρισκόμαστε στις αρχές του 20ου αιώνα, όταν η κοινωνία της Δραπετσώνας στήνεται από το μηδέν, αποτελώντας ένα καταφύγιο για τους πρόσφυγες που καταφθάνουν μαζικά από τον Εύξεινο Πόντο και τη Μικρά Ασία. Η παρουσία του εργοστασίου των Λιπασμάτων είναι καθοριστική για την εξέλιξη της περιοχής, και, πολύ γρήγορα, γίνεται συνώνυμο της ίδιας της πόλης.
Ο εκκωφαντικός ήχος της σειρήνας του εργοστασίου μαρτυρά την αλλαγή της βάρδιας και χιλιάδες εργάτες στοιβάζονται στις πύλες του για το μεροκάματο. Οι περισσότεροι από αυτούς κατοικούν στις προσφυγικές παραγκουπόλεις που δημιουργήθηκαν άναρχα γύρω από τις μάντρες του εργοστασίου, και δεν διέθεταν ούτε τα στοιχειώδη, όπως τρεχούμενο νερό, αποχέτευση, και δρόμους. Τα πράγματα όμως δεν ήταν για όλους το ίδιο. Μέσα στις εγκαταστάσεις του βιομηχανικού συγκροτήματος των Λιπασμάτων, αναδύεται ένας εργατικός οικισμός, έτοιμος να φιλοξενήσει τα ανώτερα στελέχη και το εξειδικευμένο προσωπικό του εργοστασίου με τις οικογένειές τους. Γι’ αυτούς, η ζωή έφερε σίγουρα, μια καλύτερη ζαριά.
Είμαι η Έλλη Ξυπολιτάκη και αυτό είναι το «Πάρκο Εργατιάς», ένα ηχητικό ντοκιμαντέρ έξι επεισοδίων που ρίχνει φως στην ιστορία των Λιπασμάτων και των ανθρώπων που έζησαν και εργάστηκαν στην περιοχή. Σε κάθε επεισόδιο, συνομιλώ με ερευνητές, τοπικούς φορείς, κατοίκους της περιοχής, και πρώην εργαζομένους, προκειμένου να ανακαλύψω τις ιστορίες πίσω από την άνοδο και την πτώση του εργοστασίου, τα σιωπηλά χρόνια της εγκατάλειψής του, και τους μακροχρόνιους αγώνες που οδήγησαν στο σήμερα.
Για να ανακαλύψετε την ιστορία των Λιπασμάτων, όπως αυτή εξελίχθηκε μέσα στο χρόνο, σας προτείνουμε να ξεκινήσετε από το πρώτο επεισόδιο και να συνεχίσετε διαδοχικά με τα υπόλοιπα.
Μία από τις μεγαλύτερες μονάδες του εργοστασίου των Λιπασμάτων ήταν το Υαλουργείο, το κτίριο του οποίου διασώζεται μέχρι και σήμερα. Η παραγωγή του ξεκίνησε για να καλύψει τις ανάγκες αποθήκευσης και μεταφοράς των προϊόντων σε γυάλινες φιάλες, όμως, πολύ γρήγορα, η διεύθυνση της εταιρείας έπρεπε να δώσει λύση σε ένα σημαντικό πρόβλημα. Εκείνη την εποχή, πολλά από τα προϊόντα του υαλουργείου δημιουργούνταν με την τεχνική του φυσητού γυαλιού, η οποία απαιτούσε μακρόχρονη εκπαίδευση και εγκυμονούσε πολλούς κινδύνους για την υγεία των εργαζομένων. Ήταν μια δουλειά που απαιτούσε “γερά πνευμόνια” και για πολλούς δεν άξιζε το ρίσκο. Έπρεπε λοιπόν να βρεθεί ένα ισχυρό κίνητρο, ώστε η εταιρεία να προσελκύσει τους εξειδικευμένους τεχνίτες από την Ελλάδα και το εξωτερικό και να τους κάνει να παραμείνουν στο εργοστάσιο. Η διοίκηση αποφασίζει, το 1913, την κατασκευή του εργατικού οικισμού των Λιπασμάτων, που έμεινε γνωστός στην ιστορία ως «οικήματα».
Τα οικήματα ολοκληρώθηκαν σταδιακά, μέσα σε λίγα χρόνια, και περιλάμβαναν κατοικίες διαφορετικού τύπου, οι οποίες δίνονταν στους εργαζομένους ανάλογα με τη θέση τους στην ιεραρχία της εταιρείας. Τα ανώτερα στελέχη, οι εξειδικευμένοι τεχνίτες, και οι υπάλληλοι ήταν εκείνοι που έπαιρναν το “χρυσό εισιτήριο” για να ζήσουν στα οικήματα μαζί με τις οικογένειές τους. Πώς ήταν όμως η ζωή μέσα στον εργατικό οικισμό των Λιπασμάτων; Συνομιλώ με τη Γεωργία Ιωαννίδου-Χατζοπούλου, κόρη ενός τεχνίτη του υαλουργείου, η οποία μεγάλωσε στα οικήματα τη δεκαετία του ‘50, και της ζητώ να μου περιγράψει τη ζωή της εκεί.
Τη δική της εμπειρία μου αφηγείται και η Στέλλα Αφεντάκη, κόρη ενός ανώτερου στελέχους του εργοστασίου, η οποία έμενε στα οικήματα τη δεκαετία του ‘40 και του ‘50, και πέρασε εκεί όλη τη παιδική και εφηβική της ηλικία.
Πέρα από το προνόμιο της δωρεάν ή εξαιρετικά φθηνής στέγασης, η διοίκηση του εργοστασίου παρείχε στους κατοίκους των οικημάτων μια σειρά από υπηρεσίες όπως περίθαλψη, συσσίτιο, λουτρά, και ψυχαγωγία, ενώ διέθετε και συνεταιρισμό όπου οι εργάτες μπορούσαν να προμηθευτούν τρόφιμα σε χαμηλότερες τιμές. Σε αυτό το «δελεαστικό» πακέτο παροχών, καθοριστικός ήταν ο ρόλος του σχολείου, στον οποίο η διεύθυνση του εργοστασίου φαίνεται να έδινε ιδιαίτερη σημασία.
Οι προσωπικές μαρτυρίες των ανθρώπων που έζησαν στα οικήματα σκιαγραφούν μια πραγματικότητα εντελώς διαφορετική από εκείνη των αυτοσχέδιων παραγκουπόλεων που ζούσαν οι πρόσφυγες εργάτες. Οι υποδομές και παροχές των οικημάτων προσέφεραν μια ποιότητα ζωής πολύ καλύτερη από του μέσου εργαζόμενου εκείνη την περίοδο, όχι μόνο στη Δραπετσώνα, αλλά και στην υπόλοιπη Ελλάδα, γεγονός που έκανε πιο θελκτική τη δουλειά στη συγκεκριμένη βιομηχανική μονάδα.
Η ύπαρξη των οικημάτων ήταν ιδιαίτερα ελκυστική για τα τότε σημεία των καιρών, όμως η επινόησή τους δεν ήταν στρωμένη με καλές προθέσεις. Η παροχή στέγης και ο τρόπος με τον οποίο προβαλλόταν η κοινωνική πολιτική της εταιρείας στον τύπο, δεν ήταν τίποτα άλλο παρά η απόδειξη της πατερναλιστικής λογικής που υιοθέτησαν οι ιδρυτές των Λιπασμάτων. Η εταιρεία κατάφερνε να έχει τον έλεγχο σε κάθε πλευρά της ζωής των εργαζομένων της, με αποτέλεσμα να ζουν και να υπάρχουν μόνο με τους όρους που έθετε αυτή.
Το ημερολόγιο δείχνει 6 Απριλίου του 1941, όταν το ναζιστικό καθεστώς της Γερμανίας κηρύσσει τον πόλεμο στην Ελλάδα. Σχεδόν ακαριαία, το λιμάνι και η βιομηχανική ζώνη του Πειραιά βρίσκονται στο στόχαστρο των επιθέσεων και η Δραπετσώνα έρχεται αντιμέτωπη με τη βαναυσότητα του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Ο Νίκος Μπελαβίλας, καθηγητής Πολεοδομίας και Ιστορίας της πόλης και η ιστορικός, Ελένη Κυραμαργιού, μου εξηγούν τα γεγονότα.
Κατά τη διάρκεια του πολέμου, το εργοστάσιο των Λιπασμάτων θεωρείται εν δυνάμει πολεμική βιομηχανία και γίνεται στόχος τόσο από τις δυνάμεις του Άξονα όσο και από τους συμμάχους. Οι βιομηχανικές εγκαταστάσεις βομβαρδίζονται χωρίς σταματημό και πολλοί κάτοικοι των οικημάτων εγκαταλείπουν τις κατοικίες και καταφεύγουν στην ύπαιθρο ή σε άλλες περιοχές της Αθήνας. Κάποιες οικογένειες όμως, έμειναν πίσω. Η Στέλλα Αφεντάκη μου περιγράφει την κατάσταση όπως τη βίωσε η ίδια, ως μικρό παιδί, μέσα στον εργατικό οικισμό των Λιπασμάτων.
Ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος μπορεί να έληξε με πολλαπλά χτυπήματα για τον άμαχο πληθυσμό της περιοχής, όμως οι προκλήσεις για τους κατοίκους της Δραπετσώνας δεν σταμάτησαν το ‘44. Ένας από τους μεγαλύτερους εχθρούς που ήρθαν αντιμέτωποι οι άνθρωποι του τόπου, ήταν η περιβαλλοντική ρύπανση, που έκανε ασφυκτική την ατμόσφαιρα της περιοχής για πολλές δεκαετίες. Τον Οκτώβριο του ‘46, ο Πρόδρομος Αθανασιάδης-Μποδοσάκης αγοράζει την πλειοψηφία των μετοχών της εταιρείας των Λιπασμάτων και το εργοστάσιο δουλεύει μανιωδώς, αφήνοντας το αποτύπωμα του στον αέρα και τη θάλασσα της Δραπετσώνας.
Στην περιοχή λειτουργούν ήδη το τσιμεντάδικο της ΑΓΕΤ Ηρακλής και τα διυλιστήρια της αμερικανικής πετρελαϊκής εταιρείας Standard Oil, γνωστής σήμερα ως ExxonMobil, τα οποία συμβάλλουν με τη σειρά τους στην άνευ προηγουμένου περιβαλλοντική καταστροφή.
Είτε στα λασπωμένα παραπήγματα των παραγκουπόλεων, είτε μέσα στη “χλιδή” των οικημάτων, η μόλυνση φαίνεται, πως δεν έκανε διακρίσεις. Η Στέλλα και η Γεωργία μου αφηγούνται τις αναμνήσεις τους από εκείνη την εποχή.
Από τις πρώτες κιόλας σελίδες της ιστορίας της, η Δραπετσώνα προδιαγράφει μια δύσκολη ζωή για τους ανθρώπους της. Άλλοτε στη δίνη του πολέμου, και άλλοτε μπροστά στην περιβαλλοντική καταστροφή, κάτοικοι και εργαζόμενοι έρχονται διαρκώς αντιμέτωποι με τη σκληρή αλήθεια της πραγματικότητάς τους. Για να ανταπεξέλθουν στις δυσκολίες, συσπειρώνονται και μέσα στα οικήματα του εργοστασίου των Λιπασμάτων δημιουργείται μια κοινότητα ανθρώπων, πρόθυμων να αντιμετωπίσουν συλλογικά όσα βρεθούν στο διάβα τους.
Οι ισχυροί δεσμοί που δημιουργήθηκαν ανάμεσα στους κατοίκους των οικημάτων, δεν έμειναν κλεισμένοι μέσα στις πύλες του εργοστασίου. Παρά τα προνόμια και τις ανέσεις που απολάμβαναν, δεν ήταν λίγες οι οικογένειες εργαζομένων που στάθηκαν σύμμαχοι σε όσους πάλευαν με τις αντιξοότητες της εποχής, μακριά από το προστατευτικό περιβάλλον των οικημάτων.
Από την πρώτη δεκαετία της ανάπτυξής της, η εταιρεία των Λιπασμάτων ακολουθεί ευλαβικά το νεωτερικό μοντέλο των αμερικανικών και ευρωπαϊκών βιομηχανιών. Η ίδρυση των οικημάτων είναι το δέλεαρ της εργοδοσίας για να φέρει και να κρατήσει κοντά της τους εξειδικευμένους τεχνίτες, όμως, στην πορεία, αποδείχθηκε κάτι πολύ περισσότερο από αυτό.
Ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος, οι κακουχίες, και η περιβαλλοντική καταστροφή, μπορεί να είναι πληγές στη συλλογική μνήμη, αλλά καθώς ξεμπλέκω το νήμα της ιστορίας αυτού του τόπου, καταλαβαίνω πως οι άνθρωποι της Δραπετσώνας έμαθαν, από πολύ νωρίς, να μάχονται μαζί.
Αυτό ήταν το δεύτερο επεισόδιο του Πάρκου Εργατιάς, ενός ηχητικού ντοκιμαντέρ έξι επεισοδίων που ρίχνει φως στην ιστορία των Λιπασμάτων και των ανθρώπων που έζησαν και εργάστηκαν στην περιοχή. Για να μην χάνετε κανένα επεισόδιο, μπορείτε να ακολουθήσετε το κανάλι του Πολυχώρου Λιπασμάτων στο Spotify και στα Google και Apple podcasts.
Το «Πάρκο Εργατιάς» είναι μια παραγωγή του Spoovio σε συνεργασία με τον Πολυχώρο Λιπασμάτων, το Κέντρο Δια Βίου Μάθησης Κερατσινίου – Δραπετσώνας, τον οργανισμό COMM’ON και το Δήμο Κερατσινίου – Δραπετσώνας. Πραγματοποιείται με την επιχορήγηση του Υπουργείου Πολιτισμού.
Έρευνα – Σενάριο – Αφήγηση: Έλλη Ξυπολιτάκη
Sound Design – Μίξη ήχου: Βασίλης Βήττας
Στο τρίτο επεισόδιο ακούγονται οι:
Μέσα από την αναδρομή στην ιστορία του τόπου, έχω αρχίσει να αφουγκράζομαι τις δυσκολίες, τις συγκρούσεις, τις νίκες που ίσως δεν φαίνονται πια με γυμνό μάτι, αλλά ζουν και αναπνέουν στο χώμα και τον αέρα του. Η ίδρυση της Εταιρείας των Λιπασμάτων στην περιοχή και η προσφυγιά του `22, λίγα χρόνια αργότερα, σηματοδοτούν τη δημιουργία μιας εργατούπολης δύο ταχυτήτων, που παλλόταν ανάμεσα στις άναρχες παραγκουπόλεις και τις προνομιούχες εργατικές κατοικίες. Υπήρχε όμως κάτι που συνέδεε αυτούς τους δύο κόσμους. Η εργασιακή πραγματικότητα μέσα στο εργοστάσιο των Λιπασμάτων.
Είμαι η Έλλη Ξυπολιτάκη και αυτό είναι το «Πάρκο Εργατιάς», ένα ηχητικό ντοκιμαντέρ έξι επεισοδίων που ρίχνει φως στην ιστορία των Λιπασμάτων και των ανθρώπων που έζησαν και εργάστηκαν στην περιοχή. Σε κάθε επεισόδιο, συνομιλώ με ερευνητές, τοπικούς φορείς, κατοίκους της περιοχής, και πρώην εργαζομένους, προκειμένου να ανακαλύψω τις ιστορίες πίσω από την άνοδο και την πτώση του εργοστασίου, τα σιωπηλά χρόνια της εγκατάλειψής του, και τους μακροχρόνιους αγώνες που οδήγησαν στο σήμερα.
Για να ανακαλύψετε την ιστορία των Λιπασμάτων, όπως αυτή εξελίχθηκε μέσα στο χρόνο, σας προτείνουμε να ξεκινήσετε από το πρώτο επεισόδιο και να συνεχίσετε διαδοχικά με τα υπόλοιπα.
Στα 90 χρόνια λειτουργίας του, το εργοστάσιο των Λιπασμάτων ήταν ο μεγαλύτερος εργοδότης της περιοχής. Χιλιάδες άνθρωποι από τη Δραπετσώνα, το Κερατσίνι, τον Πειραιά, περνούσαν καθημερινά το κατώφλι του εργοστασίου για ένα μεροκάματο. Ένας από αυτούς, είναι και ο Μπάμπης Αργυρόπουλος, ο οποίος δούλευε στο εργοστάσιο για σχεδόν είκοσι χρόνια. Τον συναντώ σε ένα μικρό ισόγειο γραφείο στην οδό Αγωνιστών Πολυτεχνείου στη Δραπετσώνα, εκεί που βρίσκεται σήμερα ο Σύλλογος Πρώην Εργαζομένων των Λιπασμάτων.
Καθώς συζητάμε με το Μπάμπη τα του παρελθόντος, ακούω κάποιον να χτυπάει την πόρτα του γραφείου. Είναι ο Χρήστος Βλαβιανός, αντιπρόεδρος του Συλλόγου, και πρώην μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου του Σωματείου Εργαζομένων στα Λιπάσματα. Ανταλλάσουν δύο πειράγματα, και χωρίς ανάγκη για πολλές συστάσεις, ο Χρήστος μας κάνει παρέα στην κουβέντα.
Από τη συζήτησή μου με τον Μπάμπη και τον Χρήστο, γρήγορα καταλαβαίνω ότι η εργασία στο εργοστάσιο των Λιπασμάτων ήταν, για τους περισσότερους άνδρες κατοίκους της περιοχής, μια προδιαγεγραμμένη πορεία. Αυτή την πορεία ακολούθησε και ο Θανάσης Αξυπόλητος, γέννημα θρέμμα Δραπετσωνίτης, που εργάστηκε στα Λιπάσματα τη δεκαετία του `70 και του `80. Πίνουμε έναν καφέ στη κουζίνα του σπιτιού του, και έχοντας για θέα τα πλοία της γραμμής που έχουν δέσει στο λιμάνι του Πειραιά, μου μοιράζεται τα βιώματά του.
Οι μνήμες των πρώην εργαζομένων του εργοστασίου με μεταφέρουν στο πρόσφατο παρελθόν των Λιπασμάτων, όμως νιώθω την ανάγκη να σκαλίσω το χρόνο και πιο πίσω, σε παλαιότερες δεκαετίες. Η Γεωργία Ιωαννίδου-Χατζοπούλου, μπορεί να μην ήταν η ίδια εργαζόμενη, αλλά ως ένα μικρό παιδί που μεγάλωσε μέσα στα οικήματα των Λιπασμάτων τη δεκαετία του `50, έχει κρατήσει στις μνήμες της όλες εκείνες τις κουβέντες των μεγάλων και, κυρίως, του πατέρα της, που εργαζόταν για πολλά χρόνια μέσα στο υαλουργείο.
Οι μισθοί και οι παροχές που πρόσφερε η εταιρεία στους εργαζομένους της, ξεπερνούσαν κατά πολύ τις άλλες βιομηχανίες, και έτσι, η εργασία στα Λιπάσματα εμφανιζόταν πάντα ως μια άμεση λύση βιοπορισμού για πολλούς ανθρώπους της περιοχής. Δραπετσώνα και Λιπάσματα ζούσαν σε πλήρη αλληλεξάρτηση, και δεν είναι τυχαίο ότι η ταυτότητα του βιομηχανικού εργάτη συνόδευε αρκετές γενιές οικογενειών της πόλης, από τον παππού, στον πατέρα, στο γιο, και πάλι από την αρχή. Επί πολλές δεκαετίες, το εργοστάσιο των Λιπασμάτων τάιζε τις οικογένειες των Δραπετσωνιτών, όμως σε αυτή την “εργασιακή κληρονομιά” υπήρχε και η άλλη πλευρά του νομίσματος. Ο Θανάσης Αξυπόλητος μου μεταφέρει αναμνήσεις από τον πατέρα του, ο οποίος εργαζόταν στα Λιπάσματα, τα χρόνια της διοίκησης του Νικόλαου Κανελλόπουλου.
Η έρευνά μου για τις δεκαετίες του ‘30 και του ‘40, με οδηγεί σε πολιτικά έντυπα και εφημερίδες, όπως ο Ριζοσπάστης και η Νέα Γενιά, όπου οι μαρτυρίες των εργατών ξεσκεπάζουν τη ζοφερή πραγματικότητα που κόχλαζε μαζί με τις μηχανές του εργοστασίου. «Κόλαση το μεγαλύτερο εργοστάσιο των Βαλκανίων», «Όχι σανατόρια για τους νέους γυαλάδες», «Τα παιδιά χάνουν την υγεία τους, μέρα με τη μέρα, για 300 δρχ.», είναι μερικοί μόνο από τους τίτλους που θα διαβάσει κανείς στις σελίδες των εντύπων της εποχής.
Ιδιαίτερα δύσκολες ήταν οι συνθήκες για τους εργάτες του υαλουργείου, όπου η κόπωση των πνευμόνων και οι υψηλές θερμοκρασίες ευθύνονταν για πολλά περιστατικά φυματίωσης, ενώ, λίγο πιο δίπλα, στις μονάδες της χημικής παραγωγής, οι αναθυμιάσεις και τα εγκαύματα ήταν μια καθημερινότητα για τους εργάτες, χωρίς να παρέχεται παρά ελάχιστη ιατρική βοήθεια από τη διοίκηση του εργοστασίου.
Το 1946, τα ηνία του εργοστασίου αναλαμβάνει ο Πρόδρομος Αθανασιάδης-Μποδοσάκης. Τρία χρόνια αργότερα, το περίφημο αμερικανικό Σχέδιο Μάρσαλ, δίνει μια σημαντική οικονομική ανάσα στο εργοστάσιο και ο Μποδοσάκης προχωράει σε μια σειρά από βελτιώσεις του βιομηχανικού συγκροτήματος που ολοκληρώθηκαν σταδιακά μέχρι και τη δεκαετία του `70. Θα έλεγε κανείς πως ο τεχνολογικός εκσυγχρονισμός του εργοστασίου σηματοδότησε την έναρξη μιας νέας εποχής, διασφαλίζοντας παράλληλα την ασφάλεια και την υγεία των εργαζομένων του. Ήταν όμως αυτός ο τρόπος που εξελίχθηκαν τα πράγματα; Ένας από τους πρώτους γιατρούς εργασίας που βρέθηκαν στο εργοστάσιο των Λιπασμάτων, ο Μανώλης Βελονάκης, μου εξηγεί.
Στην Ελλάδα, το νομοθετικό πλαίσιο γύρω από την ασφάλεια και την υγεία στη βιομηχανία παρέμενε για χρόνια ασαφές, επιτρέποντας την εργοδοτική ασυδοσία σε βάρος των εργαζομένων. Το ιατρείο των Λιπασμάτων ιδρύθηκε στις αρχές της δεκαετίας του ‘80 και αποτέλεσε, πράγματι, μια καινοτόμα πρωτοβουλία, πραγματοποιώντας εξετάσεις και μετρήσεις στους εργαζομένους όλων των μονάδων, προκειμένου να διαπιστώσει πιθανές επιπτώσεις στην υγεία τους. Ποια ήταν όμως τα συμπεράσματά τους και ποια τα προβλήματα που κλήθηκαν να αντιμετωπίσουν;
Οι δύο όψεις της εργασιακής πραγματικότητας του εργοστασίου αναδεικνύουν τις σχέσεις εξουσίας που η εργοδοσία εφάρμοζε μαεστρικά σε βάρος των εργαζομένων της. Όμως μαρτυρούν και κάτι ακόμα, τις συνεχείς διεκδικήσεις των ανθρώπων των Λιπασμάτων για καλύτερες συνθήκες εργασίας. Το πρώτο σωματείο στήνεται το 1916. Δύο χρόνια νωρίτερα, είχε κατοχυρωθεί συνταγματικά το δικαίωμα στο συνδικαλισμό, γεγονός που έφερε στο προσκήνιο ευρύτερα κοινωνικά ζητήματα που αφορούσαν την πολιτική της εργασίας.
Η Εταιρεία στάθηκε διαχρονικά απέναντι στους εργατικούς αγώνες με απειλές για εξώσεις από τις εργατικές κατοικίες, ενώ οι μαζικές απολύσεις εργαζομένων λόγω της συνδικαλιστικής τους δράσης ήταν συχνά στην εργοδοτική της ατζέντα. Σύμφωνα μάλιστα με δημοσιεύματα εκείνης της εποχής, ο Νικόλαος Κανελλόπουλος είχε πει ότι προτιμούσε να κλείσει το εργοστάσιο, από το να αναγνωρίσει την ύπαρξη του σωματείου.
Η σκληρή στάση της εργοδοσίας δεν ήταν αρκετή για να εμποδίσει τους εργαζομένους των Λιπασμάτων. Την περίοδο του Μεσοπολέμου, υπήρξαν μαζικές απεργιακές κινητοποιήσεις, οι οποίες κάποιες φορές κρατούσαν για μήνες, ενώ άλλοτε οδηγούσαν σε αιματηρές συγκρούσεις μεταξύ των απεργών και των δυνάμεων καταστολής. Τα αιτήματά τους αφορούσαν την αναγνώριση του σωματείου, την εφαρμογή του 8ώρου, αυξήσεις στους μισθούς, και καλύτερες συνθήκες εργασίας. Ακόμα και όταν ο Μποδοσάκης πήρε τη σκυτάλη της εργοδοσίας, το 1946, η συνδικαλιστική δράση των εργαζομένων συνέχισε δυναμικά την πορεία της, με όποιο τρόπο και μέσο είχε στη διάθεσή της. Η Γεωργία έζησε στο πετσί της πολλές από τις εργατικές κινητοποιήσεις και απεργίες και μου περιγράφει το κλίμα που επικρατούσε εκείνη την εποχή.
Οι αγώνες των εργαζομένων ενάντια στις αντεργατικές πολιτικές ήταν μαζικοί και διατήρησαν τον παλμό και την έντασή τους μέσα στην πάροδο του χρόνου. Οι ανάγκες για βελτίωση των συνθηκών εργασίας και των μισθών οδήγησαν στη σύσταση περισσότερων σωματείων και τελικά στη δημιουργία του συνδικάτου των Λιπασμάτων, το οποίο εκπροσωπούσε όλα τα επιμέρους σωματεία.
Έχοντας πια μια στέρεη βάση, ο συνδικαλισμός και οι κινητοποιήσεις στο εργοστάσιο των Λιπασμάτων παρέμειναν ισχυρά όπλα στα χέρια των εργατών σε όλα τα μετέπειτα χρόνια λειτουργίας του, αποδεικνύοντας πώς οι, συγκριτικά καλύτερες παροχές που λάμβαναν, δεν ήταν το καρότο της εταιρείας για να κρύψει το μαστίγιο, αλλά το αποτέλεσμα των δικών τους συλλογικών αγώνων.
Κλείνοντας το κεφάλαιο της εργασιακής πραγματικότητας των Λιπασμάτων, είναι μάλλον προφανές πως η δουλειά στο εργοστάσιο δεν ήταν απλή υπόθεση. Το είδος της εργασίας που απαιτούνταν στις μονάδες των χημικών προϊόντων και του γυαλιού, αλλά και το ίδιο το περιβάλλον του εργοστασίου έθεταν καθημερινά σε κίνδυνο την υγεία των εργαζομένων. Μπροστά στην πραγματικότητα της ανεργίας και της εξαθλίωσης, οι εργάτες περνούσαν χρόνια ολόκληρα μέσα στο εργοστάσιο, αλλά δεν παραδόθηκαν ολοκληρωτικά. Με όσα μέσα διέθεταν, προσπαθούσαν να αντιταχθούν στην εργοδοτική αυθαιρεσία, διεκδικώντας διαρκώς καλύτερες συνθήκες εργασίας τόσο για τους ίδιους, όσο και για τους επόμενους. Και αν οι τελευταίοι τα βρήκαν καλύτερα, είναι γιατί προηγήθηκαν αγώνες δεκαετιών, όμως σε αυτούς θα τύχαινε ο κλήρος για να δώσουν τη σημαντικότερη μάχη απ’ όλες.
Αυτό ήταν το τρίτο επεισόδιο του Πάρκου Εργατιάς, ενός ηχητικού ντοκιμαντέρ έξι επεισοδίων που ρίχνει φως στην ιστορία των Λιπασμάτων και των ανθρώπων που έζησαν και εργάστηκαν στην περιοχή. Για να μην χάνετε κανένα επεισόδιο, μπορείτε να ακολουθήσετε το κανάλι του Πολυχώρου Λιπασμάτων στο Spotify και στα Google και Apple podcasts.
Το «Πάρκο Εργατιάς» είναι μια παραγωγή του Spoovio σε συνεργασία με τον Πολυχώρο Λιπασμάτων, το Κέντρο Δια Βίου Μάθησης Κερατσινίου – Δραπετσώνας, τον οργανισμό COMM’ON και το Δήμο Κερατσινίου – Δραπετσώνας. Πραγματοποιείται με την επιχορήγηση του Υπουργείου Πολιτισμού.
Έρευνα – Σενάριο – Αφήγηση: Έλλη Ξυπολιτάκη
Sound Design – Μίξη ήχου: Βασίλης Βήττας
Στο τέταρτο επεισόδιο ακούγονται οι:
Στις αρχές της δεκαετίας του ‘90, η ζωή των Δραπετσωνιτών έπαψε να είναι όπως την ήξεραν. Το εργοστάσιο των Λιπασμάτων, που είχε ταυτιστεί για δεκαετίες με τον εργατικό κόσμο της περιοχής, βρισκόταν πλέον σε βαθιά κρίση. Αυτή η κρίση θα έφερνε στο προσκήνιο ένα δίλημμα που η κοινωνία της Δραπετσώνας θα έπρεπε να απαντήσει: Να φύγει ή να μείνει το εργοστάσιο;
Είμαι η Έλλη Ξυπολιτάκη και αυτό είναι το «Πάρκο Εργατιάς», ένα ηχητικό ντοκιμαντέρ έξι επεισοδίων που ρίχνει φως στην ιστορία των Λιπασμάτων και των ανθρώπων που έζησαν και εργάστηκαν στην περιοχή. Σε κάθε επεισόδιο, συνομιλώ με ερευνητές, τοπικούς φορείς, κατοίκους της περιοχής, και πρώην εργαζομένους, προκειμένου να ανακαλύψω τις ιστορίες πίσω από την άνοδο και την πτώση του εργοστασίου, τα σιωπηλά χρόνια της εγκατάλειψής του, και τους μακροχρόνιους αγώνες που οδήγησαν στο σήμερα.
Για να ανακαλύψετε την ιστορία των Λιπασμάτων, όπως αυτή εξελίχθηκε μέσα στο χρόνο, σας προτείνουμε να ξεκινήσετε από το πρώτο επεισόδιο και να συνεχίσετε διαδοχικά με τα υπόλοιπα.
Η κατάληξη του εργοστασίου μπορεί να είναι σήμερα γνωστή, αλλά, για πολλούς, η απορία παραμένει. Πώς φτάσαμε μέχρι εκεί; Ο ασκός του Αιόλου για την απομάκρυνση του εργοστασίου δεν άνοιξε εν μία νυκτί. Πριν την καθοριστική δεκαετία του ‘90, είχαν προηγηθεί γεγονότα που οδήγησαν το εργοστάσιο σε παρακμή, ενώ ταυτόχρονα ενίσχυαν και τη δυσαρέσκεια του κόσμου για τα Λιπάσματα. Ας πάρουμε όμως τα πράγματα από την αρχή.
Η διοίκηση του Πρόδρομου Αθανασιάδη-Μποδοσάκη σηματοδοτεί για το εργοστάσιο μια ανοδική πορεία. Η Εταιρεία Λιπασμάτων εκμεταλλεύεται τις αμερικανικές χρηματοδοτήσεις, αναπτύσσεται σε πολλούς τομείς της οικονομίας και εκσυγχρονίζει συνεχώς τις μονάδες των οξέων, των λιπασμάτων και του υαλουργείου. Οι εντατικές προσπάθειες τεχνολογικής ανάπτυξης του εργοστασίου διακόπτονται απότομα στις αρχές της δεκαετίας του ‘80, γεγονός που οδηγεί στη σταδιακή υποβάθμισή του. Ο Χρήστος Βλαβιανός, πρώην εργαζόμενος στα Λιπάσματα, μου εξηγεί.
Την ίδια περίοδο, η εταιρεία έρχεται αντιμέτωπη και με ένα ακόμα πλήγμα. Το 1979 πεθαίνει ο Αθανασιάδης – Μποδοσάκης, και μαζί του πεθαίνουν και τα… “ένδοξα” χρόνια των Λιπασμάτων. Μετά το θάνατό του, η εταιρεία μεταβιβάζεται στο Ίδρυμα Μποδοσάκη και το τιμόνι της διεύθυνσης αναλαμβάνει ο ανιψιός του, Αλέξανδρος Αθανασιάδης. Παράλληλα, όμως, η εταιρεία πρέπει να αντιμετωπίσει και μια σειρά από προκλήσεις, όπως αυτές προκύπτουν από τις οικονομικές και πολιτικές συνθήκες της χώρας. Η πλήρης ένταξη της Ελλάδας στην ΕΟΚ, η κρίση της ελληνικής βιομηχανίας στα μέσα της δεκαετίας του ‘80 και οι εξελίξεις αποβιομηχάνισης που συντελούνται στην πορεία, δεν αφήνουν αλώβητα τα Λιπάσματα. Ταυτόχρονα, οι επενδύσεις στο δευτερογενή και τριτογενή τομέα θέτουν σε δεύτερη μοίρα τον πρωτογενή και η αγροτική παραγωγή στην Ελλάδα μειώνεται σημαντικά. Κράτος και τράπεζες αποσύρουν τη στήριξη που κάποτε έδιναν απλόχερα στην εταιρεία, και, ως αποτέλεσμα, τα επιτόκια δανεισμού αυξάνονται και οι φορολογικές ελαφρύνσεις διακόπτονται. Στο νέο αυτό καθεστώς, η βιωσιμότητα των Λιπασμάτων τίθεται, για πρώτη φορά, σε κίνδυνο.
Πέρα από τα νέα δεδομένα που απειλούν την ύπαρξη του εργοστασίου των Λιπασμάτων, υπήρχε και μια ακόμα ισχυρή συνιστώσα που η εταιρεία δεν μπορούσε να αγνοήσει. Για πάρα πολλά χρόνια, το εργοστάσιο μολύνει με απόβλητα τη θάλασσα της Δραπετσώνας, ενώ τα τοξικά αέρια των φουγάρων του, επιβαρύνουν τους πνεύμονες των εργαζομένων αλλά και των χιλιάδων κατοίκων της περιοχής. Το ‘70 και το ‘80, ο περιβαλλοντικός αντίκτυπος των εργοστασίων διεκδικεί τη θέση του στο δημόσιο διάλογο και διαμορφώνει νέες κοινωνικές αντιλήψεις για τη βιομηχανία. Όπως μου περιγράφει ο καθηγητής στο Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο, Νίκος Μπελαβίλας, οι άνθρωποι της Δραπετσώνας δεν αποτέλεσαν εξαίρεση.
Οι αλλεπάλληλες κρίσεις του εργοστασίου κορυφώνονται με τη δολοφονία του Αλέξανδρου Αθανασιάδη, από τη 17 Νοέμβρη, το 1988. Το Ίδρυμα Μποδοσάκη είναι ήδη πνιγμένο στα χρέη προς το ελληνικό δημόσιο, και μόλις λίγα χρόνια αργότερα, τίθεται σε εκκαθάριση. Το 1992, η Εταιρεία Λιπασμάτων εξαγοράζεται και περνά στην ιδιοκτησία της Εθνικής Τράπεζας. Η Εθνική Τράπεζα ιδρύει την θυγατρική της Πρότυπο Κτηματική – Τουριστική ΑΕ και την ορίζει ως διαχειρίστρια της εταιρείας. Αυτή ήταν και η αρχή του τέλους για το εργοστάσιο των Λιπασμάτων.
Με την εξαγορά από την Εθνική Τράπεζα, το 1992, ξεκινάει μια επταετία όπου αντίρροπες δυνάμεις μάχονται για το ποιο θα είναι τελικά το μέλλον του εργοστασίου. Πώς διαμορφώθηκαν οι ισορροπίες στα χρόνια αυτά; Ποιοι ήταν εκείνοι που ζητούσαν την απομάκρυνση του εργοστασίου και ποιοι αυτοί που το υπερασπίστηκαν;
Μια από τις σημαντικότερες συνέπειες που έφερε η υποβάθμιση των Λιπασμάτων ήταν οι μαζικές απολύσεις εργαζομένων. Στις αρχές του ‘90, η μονάδα του υαλουργείου κλείνει, και μαζί της χάνονται χιλιάδες θέσεις εργασίας. Από τους 3500 εργαζομένους που απασχολούνταν στο εργοστάσιο, πλέον έμειναν οι 400. Στη νέα αυτή πραγματικότητα, οι εργαζόμενοι που έμειναν πίσω, αντέδρασαν συλλογικά στην προοπτική του κλεισίματος και πάλεψαν για να διατηρήσουν το εργοστάσιο ζωντανό. Έπρεπε να εξασφαλίσουν ότι η επόμενη μέρα δεν θα τους έβρισκε άνεργους.
Οι εργαζόμενοι που παρέμειναν στο εργοστάσιο προσπάθησαν να φέρουν το θέμα των Λιπασμάτων στη δημοσιότητα και να διεκδικήσουν τη συνέχεια της λειτουργίας του. Παρόλα αυτά, στην κοινωνία της Δραπετσώνας, η άποψη των εργαζομένων αποτελούσε τη μειοψηφία. Για τους περισσότερους Δραπετσωνίτες και Δραπετσωνίτισσες, τα Λιπάσματα ήταν μια βαθιά πληγή που κατέστρεφε τον τόπο και την υγεία τους. Ο Γιώργος Ταγουζής γεννήθηκε και μεγάλωσε στη Δραπετσώνα, και μέχρι σήμερα, στα 58 του χρόνια, ζει εδώ. Τον συναντώ στο σπίτι του και το βλέμμα μου στρέφεται κατευθείαν προς το παράθυρο. Σε ελάχιστα μέτρα από το μπαλκόνι, βλέπω τα φουγάρα του τσιμεντάδικου, τα διυλιστήρια, και στο βάθος την καμινάδα των Λιπασμάτων.
Ο πατέρας του Γιώργου δούλευε για τριάντα χρόνια στα Λιπάσματα και βγήκε στη σύνταξη ταλαιπωρημένος και άρρωστος. Ο ίδιος, δεν εργάστηκε ποτέ στο εργοστάσιο, όμως από μικρό παιδί ζούσε τη σκληρή πραγματικότητα που δημιουργούσαν τα Λιπάσματα στην περιοχή. Για το Γιώργο, η απομάκρυνση του εργοστασίου ήταν η προϋπόθεση για μια καλύτερη ζωή.
Στη συλλογική μνήμη των κατοίκων, το εργοστάσιο των Λιπασμάτων ήταν η αιτία πολλών δυσκολιών που αναγκάστηκαν να αντιμετωπίσουν μέσα στα χρόνια. Όταν πια υπήρχε η ρεαλιστική πιθανότητα του κλεισίματός του, τη δεκαετία του ‘90, η αντίθεση έγινε ακόμα πιο ισχυρή, το εργοστάσιο έπρεπε να φύγει. Από την πλευρά της, η τοπική αυτοδιοίκηση είχε επίσης ξεκαθαρίσει τη θέση της σχετικά με το μέλλον του εργοστασίου. Η δημοτική αρχή της Δραπετσώνας, που παρέμεινε ίδια σε όλη τη δεκαετία του ‘90, επέμενε στο κλείσιμο των Λιπασμάτων, έχοντας ως στόχο τη μελλοντική ανάπλαση της βιομηχανικής ζώνης της περιοχής. Οι πρώην εργαζόμενοι, Χρήστος και Θανάσης, μου περιγράφουν τη στάση του δήμου εκείνη την εποχή.
Οι κυβερνητικές και διοικητικές αποφάσεις οδηγούν τελικά το εργοστάσιο σε οριστικό κλείσιμο το καλοκαίρι του 1999. Για πολλούς από τους κατοίκους της Δραπετσώνας, το τέλος των Λιπασμάτων ισοδυναμούσε με μια νέα αρχή. Πλέον, το όραμα για μια καλύτερη ποιότητα ζωής είχε πάρει σάρκα και οστά και η ανακούφιση ήταν, χωρίς αμφιβολία, μεγάλη. Ποιες ήταν όμως οι συνέπειες του κλεισίματος ενός εργοστασίου που υπήρχε στην περιοχή για τόσες δεκαετίες; Και, κυρίως, τι απέγιναν οι άνθρωποι των Λιπασμάτων;
Ακόμα και όταν το εργοστάσιο έκλεισε οριστικά τις πύλες του, οι αγώνες των πρώην εργαζομένων δεν τελείωσαν. Για πολλά χρόνια, οι απολυμένοι των Λιπασμάτων διεκδικούσαν ένσημα για τη σύνταξή τους, αλλά και μέτρα οικονομικής στήριξης για τους ανέργους. Οι δικαστικοί τους αγώνες έφτασαν μέχρι τον Άρειο Πάγο και το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, τα οποία έκριναν παράνομες τις απολύσεις των εργαζομένων. Η δικαίωση όμως θα ερχόταν μετά από πολλά χρόνια.
Το οριστικό κλείσιμο του εργοστασίου των Λιπασμάτων, όπως άλλωστε και κάθε μεγάλης βιομηχανίας, είχε ευρύτερες επιπτώσεις που δεν αφορούσαν μόνο τους εργαζομένους. Τη δεκαετία του ‘90, δεν ήταν λίγοι οι εργάτες που τόνιζαν ότι το κλείσιμο του εργοστασίου θα έβλαπτε μακροπρόθεσμα την ελληνική κοινωνία. Σε ένα πλαίσιο μαζικής αποβιομηχάνισης, η διακοπή της εγχώριας βιομηχανικής παραγωγής φέρει οικονομικές συνέπειες για τους πολίτες και δημιουργεί συνθήκες πλήρους εξάρτησης από τις εισαγωγές. Η περίπτωση των Λιπασμάτων ήρθε να αποδείξει αυτήν ακριβώς τη δυσχερή εξέλιξη.
Το κλείσιμο του εργοστασίου των Λιπασμάτων δεν ήταν μια εύκολη ή απλή υπόθεση. Οι συνέπειες του τόσο στο μικροεπίπεδο της ζωής των εργαζομένων όσο και στο πλαίσιο της ευρύτερης εγχώριας οικονομίας δεν μπορούν να αγνοηθούν. Από την άλλη, η συνέχιση της λειτουργίας του θα ήταν εξίσου ζημιογόνα για τους κατοίκους και το περιβάλλον. Η απόφαση στο δίλημμα πάρθηκε και πλέον, 25 χρόνια αργότερα, το εργοστάσιο ανήκει πια στο μακρινό παρελθόν. Πώς θυμούνται σήμερα οι κάτοικοι της Δραπετσώνας τα Λιπάσματα, που κάποτε ήταν ένα σημαντικό κομμάτι της συλλογικής τους ταυτότητας;
Η ύπαρξη μιας βαριάς χημικής βιομηχανίας δίπλα στα σπίτια των κατοίκων, είναι ένα ζήτημα ιδιαίτερα περίπλοκο που δημιουργεί συχνά κοινωνικά διλήμματα, ακόμα και αν οι αποφάσεις λαμβάνονται με πολιτικούς ή οικονομικούς όρους. Στην περίπτωση των Λιπασμάτων, μπορεί οι εργασιακές συνθήκες να ήταν ιδιαίτερα σκληρές, όμως οι ζωές των χιλιάδων εργαζομένων, ιδιαίτερα των μεγαλύτερων, που δούλευαν για πάρα πολλά χρόνια, άλλαξαν ριζικά μετά το κλείσιμο του εργοστασίου, και όχι απαραίτητα προς το καλύτερο. Από την άλλη πλευρά, η κοινωνία της Δραπετσώνας, χρόνια επιβαρυμένη από την πραγματικότητα της ρύπανσης, μπορούσε πια να διαπραγματευτεί ένα καλύτερο μέλλον. Για την ακρίβεια, μπορούσε πια να απωλέσει την ταυτότητα της υποβαθμισμένης εργατούπολης και να δημιουργήσει μια νέα ταυτότητα θέτωντας πια, τους δικούς της όρους.
Αυτό ήταν το τέταρτο επεισόδιο του Πάρκου Εργατιάς, ενός ηχητικού ντοκιμαντέρ έξι επεισοδίων που ρίχνει φως στην ιστορία των Λιπασμάτων και των ανθρώπων που έζησαν και εργάστηκαν στην περιοχή. Για να μην χάνετε κανένα επεισόδιο, μπορείτε να ακολουθήσετε το κανάλι του Πολυχώρου Λιπασμάτων στο Spotify και στα Google και Apple podcasts.
Το «Πάρκο Εργατιάς» είναι μια παραγωγή του Spoovio σε συνεργασία με τον Πολυχώρο Λιπασμάτων, το Κέντρο Δια Βίου Μάθησης Κερατσινίου – Δραπετσώνας, τον οργανισμό COMM’ON και το Δήμο Κερατσινίου – Δραπετσώνας. Πραγματοποιείται με την επιχορήγηση του Υπουργείου Πολιτισμού.
Έρευνα – Σενάριο – Αφήγηση: Έλλη Ξυπολιτάκη
Sound Design – Μίξη ήχου: Βασίλης Βήττας
Στο πέμπτο επεισόδιο ακούγονται:
Το 1999, το εργοστάσιο των Λιπασμάτων έκλεισε οριστικά τις πύλες του, ακριβώς 90 χρόνια μετά την ίδρυσή του. Το κλείσιμό του ήταν για πολλούς από τους ανθρώπους του τόπου το τέλος μιας σκληρής εποχής, αλλά και η ευκαιρία για μια καινούρια αρχή που, αυτή τη φορά, θα ήταν προς όφελός τους. Η ιστορία όμως εξελίχθηκε διαφορετικά, απ’ ότι την οραματίζονταν.
Είμαι η Έλλη Ξυπολιτάκη και αυτό είναι το «Πάρκο Εργατιάς», ένα ηχητικό ντοκιμαντέρ έξι επεισοδίων που ρίχνει φως στην ιστορία των Λιπασμάτων και των ανθρώπων που έζησαν και εργάστηκαν στην περιοχή. Σε κάθε επεισόδιο, συνομιλώ με ερευνητές, τοπικούς φορείς, κατοίκους της περιοχής, και πρώην εργαζομένους, προκειμένου να ανακαλύψω τις ιστορίες πίσω από την άνοδο και την πτώση του εργοστασίου, τα σιωπηλά χρόνια της εγκατάλειψής του, και τους μακροχρόνιους αγώνες που οδήγησαν στο σήμερα.
Για να ανακαλύψετε την ιστορία των Λιπασμάτων, όπως αυτή εξελίχθηκε μέσα στο χρόνο, σας προτείνουμε να ξεκινήσετε από το πρώτο επεισόδιο και να συνεχίσετε διαδοχικά με τα υπόλοιπα.
Η σταδιακή αποβιομηχάνιση της χώρας μαζί με τις κυβερνητικές αποφάσεις και τη στρατηγική της καινούριας πλέον ιδιοκτήτριας, Εθνικής Τράπεζας, οδηγούν το εργοστάσιο σε οριστικό κλείσιμο το 1999. Μέχρι εκείνη τη στιγμή, τα Λιπάσματα αποτελούσαν ένα τεράστιο βιομηχανικό συγκρότημα, με περισσότερες από εκατό μονάδες, δείγματα βιομηχανικής αρχιτεκτονικής και τεχνολογικού εξοπλισμού. Ποια ήταν τελικά η μοίρα των Λιπασμάτων; Ο καθηγητής στο Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο, Νίκος Μπελαβίλας μου απαντά.
Το εργοστάσιο που είχε αποτελέσει τοπόσημο για τη βιομηχανική ιστορία της Δραπετσώνας εξαφανίστηκε σχεδόν ολοκληρωτικά από την εικόνα της πόλης, μέσα σε ένα βράδυ. Η διάσωση των ελάχιστων εγκαταστάσεων οφείλεται κυρίως στη δραστηριοποίηση των επιστημονικών μονάδων και φορέων που άσκησαν πιέσεις για τη διατήρηση της βιομηχανικής κληρονομιάς του τόπου. Το τοπίο άλλαξε δραματικά, και ενώ απελευθερώθηκε μια μεγάλη παραθαλάσσια έκταση, η βιομηχανική ταυτότητα του χώρου που μετρούσε ήδη έναν αιώνα ύπαρξης, είχε οριστικά χαθεί. Ακόμα και τα ελάχιστα κτίρια που κρίθηκαν διατηρητέα εγκαταλείφθηκαν, βανδαλίστηκαν, και μετατράπηκαν σιγά σιγά σε ερείπια. Από την πλευρά τους, ο αντιδήμαρχος, Βασίλης Τσίγγερης, και ο δήμαρχος του Δήμου Κερατσινίου – Δραπετσώνας, Χρήστος Βρεττάκος, μου περιγράφουν το πώς κατέληξε τελικά η περιοχή που κάποτε δέσποζε το εργοστάσιο των Λιπασμάτων.
Παρά τις δυσκολίες, οι κάτοικοι της περιοχής δεν εγκαταλείπουν το όραμα για μια καλύτερη ποιότητα ζωής. Ήδη από τη δεκαετία του ‘90, εμφανίζονται οι πρώτες κινητοποιήσεις κατοίκων, ενώ στα χρόνια που ακολουθούν, οι διεκδικήσεις για χώρους πρασίνου και πρόσβαση στη θάλασσα γίνονται πια το συλλογικό αίτημα της πόλης.
Οι συλλογικές διεκδικήσεις των κατοίκων για τη δημιουργία ενός χώρου που θα έδινε ανάσα στην περιβαλλοντικά επιβαρυμένη περιοχή τους ήρθαν σε σύγκρουση με τα μεγάλα επιχειρηματικά πλάνα, που είχαν άλλα σχέδια για την έκταση των Λιπασμάτων. Το 2010, η Εθνική Τράπεζα προτείνει μέσω του προγράμματος Terra Posidonia και άλλων εναλλακτικών προτάσεων τη δημιουργία ενός σύγχρονου ναυτιλιακού κέντρου στη Δραπετσώνα, στα πρότυπα του βρετανικού City. Από την άλλη, το αναπτυξιακό πρόγραμμα του Οργανισμού Λιμένος Πειραιώς προόριζε τα Λιπάσματα για τόπο λιμενισμού και τουρισμού κρουαζιέρας. Ταυτόχρονα, αρχίζουν να εμφανίζονται στο προσκήνιο προτάσεις, άλλοτε ρεαλιστικές και άλλοτε ανεδαφικές όπως η δημιουργία πίστας Formula 1, η οποία στηρίχθηκε ως πρόταση από ανεξάρτητους φορείς αλλά και την προηγούμενη δημοτική αρχή. Τα σχέδια αυτά δεν πραγματοποιήθηκαν ποτέ, ενώ το μεγαλεπήβολο project της Εθνικής Τράπεζας βυθίστηκε μέσα στην οικονομική κρίση του μνημονίου και χάθηκε.
Μετά την κατεδάφιση του εργοστασίου, η πρώην βιομηχανική ζώνη των Λιπασμάτων παραμένει ως ένα άδειο οικόπεδο για πάνω από μια δεκαετία. Τα σχέδια για ναυτιλιακές επιχειρήσεις και υπηρεσίες λιμανιού καταρρέουν, το ίδιο συμβαίνει όμως και με τα αιτήματα των κατοίκων για ένα μεγάλο πράσινο πάρκο. Τα πράγματα παίρνουν μια νέα τροπή το 2014, όταν η δημοτική κίνηση των πολιτών Κερατσινίου-Δραπετσώνας, ο «Άλλος Δρόμος», που είχε δημιουργηθεί πριν λίγα χρόνια, αναλαμβάνει τα καθήκοντα της νέας δημοτικής αρχής.
Μια από τις πρώτες και πιο καθοριστικές πρωτοβουλίες που σχεδίασε η νέα δημοτική αρχή, ήταν μια νομοθετική τροπολογία η οποία θα απαγόρευε την ύπαρξη βιομηχανικών δραστηριοτήτων στην περιοχή και θα επέτρεπε μόνο συγκεκριμένες χρήσης γης για πράσινο, παιδεία, πολιτισμό, υγεία και αναψυχή. Παράλληλα, η συγκεκριμένη τροπολογία χαμήλωνε το συντελεστή δόμησης με στόχο να αποτρέπονται οι ιδιοκτήτες της γης από επιχειρηματικά πλάνα που θα πλήγωναν ξανά την πόλη, όπως είχε συμβεί άλλωστε πολλές φορές στο παρελθόν.
Στις 10 Μαρτίου του 2015, το δημοτικό συμβούλιο εγκρίνει το νομοθέτημα και λίγους μήνες αργότερα, η τροπολογία ψηφίζεται από την τότε κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ. Η κατοχύρωση ενός τέτοιου θεσμικού πλαισίου έκλεινε το σκληρό κεφάλαιο της βιομηχανίας στην περιοχή και άνοιγε το δρόμο για την ανάπλαση της έκτασης των Λιπασμάτων με τρόπους που θα απαντούσαν στα πάγια αιτήματα των κατοίκων. Ως τραγική ειρωνεία, μόλις λίγους μήνες πριν από το ψήφισμα της τροπολογίας, και λίγες ημέρες πριν από τις εθνικές εκλογές του 2015, το νέο ρυθμιστικό σχέδιο Αθήνας – Αττικής, και μια κομβική υπουργική απόφαση θα έδιναν την οριστική άδεια για την εγκατάσταση και λειτουργία της εταιρείας Oil One στην περιοχή. Αυτή η εξέλιξη θα έφερνε μια καινούρια βιομηχανία στη Δραπετσώνα, επαναφέροντας όλες τις μνήμες της ρύπανσης που οι κάτοικοι νόμιζαν πως είχαν αφήσει πίσω τους.
Η εκβιομηχάνιση επιστρέφει στην περιοχή των Λιπασμάτων και η Δραπετσώνα καλείται να αντιμετωπίσει μια εγκατάσταση επεξεργασίας υγρών πετρελαιοειδών αποβλήτων που θέτει ξανά το περιβάλλον και την υγεία των ντόπιων σε κίνδυνο. Παρά την ατυχή αυτή συγκυρία, αποτέλεσμα πολιτικών αποφάσεων προς ικανοποίηση των επιχειρηματικών συμφερόντων, οι εξελίξεις που προκύπτουν στη συνέχεια, λειτουργούν με θετικό πρόσημο για την υλοποίηση του οράματος των πολιτών της Δραπετσώνας.
Το 2016, η ελληνική κυβέρνηση προχωρά στην παραχώρηση της χερσαίας λιμενικής ζώνης του Πειραιά στην πολυεθνική ναυτιλιακή εταιρεία COSCO. Απαντώντας στα αντανακλαστικά των τοπικών φορέων και της περιφέρειας, η κυβέρνηση εξαιρεί από την απόδοση το παραλιακό μέτωπο της πρώην βιομηχανικής ζώνης των Λιπασμάτων, και το παραχωρεί στο Δήμο Κερατσινίου – Δραπετσώνας. Ο Γιώργος Ανδρεαδάκης, αρχιτέκτονας και επιβλέπων του έργου του Πολυχώρου Λιπασμάτων, και ο δήμαρχος Χρήστος Βρεττάκος, μου περιγράφουν τη σημασία αυτής της κομβικής απόφασης.
Η νομοθετική αλλαγή των χρήσεων γης και η παραχώρηση στο δήμο των 86 στρεμμάτων του παραλιακού μετώπου των Λιπασμάτων, αναπτερώνει το ηθικό της πόλης που είχε ματαιωθεί με την πρόσφατη εγκατάσταση της βιομηχανίας πετρελαιοειδών. Πλέον, οι τοπικοί φορείς παίρνουν στα χέρια τους ένα χώρο, που θα μπορούσε να κάνει το όραμα των κατοίκων πραγματικότητα. Βασική προϋπόθεση ήταν πως μέσα σε δύο χρόνια από την απόφαση της παραχώρησης, θα έπρεπε να έχει ολοκληρωθεί, έστω τμηματικά, η ανάπλαση της περιοχής. Διαφορετικά, η έκταση που με τόσο κόπο είχαν διεκδικήσει, θα αποδίδονταν στην εταιρεία COSCO. Από εκείνο το σημείο και έπειτα, ξεκινάει ένας δύσκολος αγώνας δρόμου για την ανάπλαση του χώρου των Λιπασμάτων.
Στα τέλη του 2016, τα συνεργεία του δήμου δουλεύουν πυρετωδώς για να κερδίσουν το στοίχημα του χρόνου, αλλά και για να μην καταστρέψουν την ελπίδα που είχε αρχίσει να επιστρέφει ξανά στην πόλη. Η ανάπλαση του χώρου των Λιπασμάτων ήταν έναν έργο που υλοποιήθηκε, τόσο στο σχεδιασμό όσο και στην κατασκευή του, αποκλειστικά με δυνάμεις και πόρους του δήμου. Ο ρόλος των τεχνικών υπηρεσιών και των συνεργείων στάθηκε κομβικός σε αυτή τη συγκυρία. Η δημιουργία μπετοδρόμων, συστημάτων ύδρευσης, αποχεύτευσης, ηλεκτρισμού, ήταν αποτέλεσμα μιας συλλογικής προσπάθειας που αφορούσε κάτι πολύ περισσότερο από την υλοποίηση ενός οποιουδήποτε έργου. Ήταν η ενεργός και έμπρακτη συμμετοχή όλων όσων μπορούσαν να βάλουν το δικό τους λιθαράκι για ένα καλύτερο μέλλον στην πόλη. Σε κάθε περίπτωση όμως, ένα τέτοιο ριζοσπαστικό εγχείρημα δεν θα είχε μόνο υποστηρικτές. Ποιά ήταν τα εμπόδια που έπρεπε να αντιμετωπίσουν οι τοπικοί φορείς; Ποιοί ήταν εκείνοι που στάθηκαν απέναντι; Και κυρίως, θα κατάφερναν τελικά να εμποδίσουν την ανάπλαση των Λιπασμάτων;
Το κλείσιμο του εργοστασίου των Λιπασμάτων, το 1999, έφερε γεγονότα που απέκλιναν σημαντικά από τους αγώνες και τις διεκδικήσεις των κατοίκων για την περιβαλλοντική αναβάθμιση της περιοχής τους με χώρους πρασίνου. Το 2003, το μεγαλύτερο μέρος του βιομηχανικού συγκροτήματος των Λιπασμάτων κατεδαφίζεται εν μία νυκτί και ένα σημαντικό κεφάλαιο της βιομηχανικής ιστορίας του τόπου γίνεται στάχτες. Για πολλά χρόνια, η έκταση του εργοστασίου μετατρέπεται σε έναν εγκαταλελειμμένο και απέραντο σκουπιδότοπο που κανένας δεν μπορούσε να πλησιάσει. Σπασμωδικά, τα Λιπάσματα βρίσκονται στο επίκεντρο επενδυτικών πλάνων για real-estate, και ναυτιλιακές ή τουριστικές υπηρεσίες, όμως οι συγκυρίες θα ευνοούσαν για πρώτη φορά τους ανθρώπους του τόπου.
Οι αγώνες των κατοίκων και των τοπικών φορέων όλα τα προηγούμενα χρόνια αποδίδουν καρπούς και συγκεκριμένες πολιτικές αποφάσεις ανοίγουν το δρόμο για να υλοποιηθεί το όραμά τους. Η μάχη είναι δύσκολη, όμως αυτή τη φορά, θα έβγαιναν νικητές. Κάπως έτσι, το 2017, γεννιέται ο Πολυχώρος Λιπασμάτων, και μαζί με αυτόν ξεκινάει ένα νέο κεφάλαιο στην ιστορία της Δραπετσώνας.
Αυτό ήταν το πέμπτο επεισόδιο του Πάρκου Εργατιάς, ενός ηχητικού ντοκιμαντέρ έξι επεισοδίων που ρίχνει φως στην ιστορία των Λιπασμάτων και των ανθρώπων που έζησαν και εργάστηκαν στην περιοχή. Για να μην χάνετε κανένα επεισόδιο, μπορείτε να ακολουθήσετε το κανάλι του Πολυχώρου Λιπασμάτων στο Spotify και στα Google και Apple podcasts.
Το «Πάρκο Εργατιάς» είναι μια παραγωγή του Spoovio σε συνεργασία με τον Πολυχώρο Λιπασμάτων, το Κέντρο Δια Βίου Μάθησης Κερατσινίου – Δραπετσώνας, τον οργανισμό COMM’ON και τον Δήμο Κερατσινίου – Δραπετσώνας. Πραγματοποιείται με την επιχορήγηση του Υπουργείου Πολιτισμού.
Έρευνα – Σενάριο – Αφήγηση: Έλλη Ξυπολιτάκη
Sound Design – Μίξη ήχου: Βασίλης Βήττας
Στο έκτο επεισόδιο ακούγονται:
Για πολλές δεκαετίες, οι κάτοικοι της Δραπετσώνας είχαν ένα ανεκπλήρωτο όνειρο. Να μπορέσουν επιτέλους να φτάσουν στη θάλασσα που κρυβόταν πίσω από τις βιομηχανικές εγκαταστάσεις. Με το κλείσιμο του εργοστασίου των Λιπασμάτων, η πόλη ήρθε ένα βήμα πιο κοντά σε αυτό το όνειρο, όμως τα πράγματα δεν κύλησαν όπως θα ήθελαν. Για περίπου είκοσι χρόνια, τα Λιπάσματα μεταμορφώνονται σε έναν απέραντο σκουπιδότοπο και ο δρόμος για τη θάλασσα παραμένει κλειστός. Μια σειρά από πολιτικές αποφάσεις, αλλά και η επιμονή των ανθρώπων και των τοπικών φορέων αλλάζουν δραστικά τα δεδομένα. Έτσι, το 2017 γίνεται η χρονιά που η Δραπετσώνα συνειδητοποιεί πως το όνειρο έχει γίνει πια αληθινό.
Είμαι η Έλλη Ξυπολιτάκη και αυτό είναι το «Πάρκο Εργατιάς», ένα ηχητικό ντοκιμαντέρ έξι επεισοδίων που ρίχνει φως στην ιστορία των Λιπασμάτων και των ανθρώπων που έζησαν και εργάστηκαν στην περιοχή. Σε κάθε επεισόδιο, συνομιλώ με ερευνητές, τοπικούς φορείς, κατοίκους της περιοχής, και πρώην εργαζομένους, προκειμένου να ανακαλύψω τις ιστορίες πίσω από την άνοδο και την πτώση του εργοστασίου, τα σιωπηλά χρόνια της εγκατάλειψής του, και τους μακροχρόνιους αγώνες που οδήγησαν στο σήμερα.
Για να ανακαλύψετε την ιστορία των Λιπασμάτων, όπως αυτή εξελίχθηκε μέσα στο χρόνο, σας προτείνουμε να ξεκινήσετε από το πρώτο επεισόδιο και να συνεχίσετε διαδοχικά με τα υπόλοιπα.
Με την αλλαγή χρήσεων γης και την παραχώρηση του παραλιακού μετώπου της πρώην βιομηχανικής ζώνης των Λιπασμάτων, ανοίγει ένα νέο κεφάλαιο για τη Δραπετσώνα. Αντιδρώντας άμεσα στις εξελίξεις, ο δήμος και τα συνεργεία του ξεκινούν τα έργα της ανάπλασης, προκειμένου να αξιοποιήσουν την έκταση που τους αποδόθηκε όσο το δυνατόν γρηγορότερα. Αν έχαναν αυτό το στοίχημα, η ακτογραμμή της περιοχής των Λιπασμάτων θα περνούσε στην εταιρεία COSCO και το όραμα των ανθρώπων θα έπεφτε στο κενό. Μετά από πολλές εντατικές παρεμβάσεις, ο Πολυχώρος των Λιπασμάτων ανοίγει για πρώτη φορά τις πύλες του στους κατοίκους, το καλοκαίρι του 2017. Ο αντιδήμαρχος Βασίλης Τσίγγερης, και ο δήμαρχος Κερατσινίου – Δραπετσώνας, Χρήστος Βρεττάκος, μου περιγράφουν εκείνη την ιστορική ημέρα, αλλά και τη φιλοσοφία πίσω από το σημαντικό αυτό εγχείρημα.
Μέσα σε ενάμιση χρόνο, η άλλοτε ερειπωμένη ακτογραμμή των Λιπασμάτων μετατρέπεται σε ένα χώρο με υπαίθριες αθλητικές εγκαταστάσεις, ποδηλατόδρομο, παιδικές χαρές, χώρους για πολιτιστικές εκδηλώσεις, και δημοτικά αναψυκτήρια. Γίνεται ένας τόπος – αποκομμένος από την επιχειρηματική λογική – τον οποίο οι άνθρωποι της περιοχής, και όχι μόνο, θα μπορούσαν να οικειοποιηθούν. Παράλληλα όμως, μέσα από τη δημιουργία του Πολυχώρου Λιπασμάτων, η πόλη μπόρεσε να κερδίσει και ένα πολύ βασικό στοιχείο της ύπαρξης και της ταυτότητάς της. Μετά από πολλές δεκαετίες και σκληρούς αγώνες, το όνειρο των ανθρώπων της Δραπετσώνας για πρόσβαση στη θάλασσα, γίνεται επιτέλους πραγματικότητα. Η Σταυρούλα Συράκου, πρόεδρος της δημοτικής επιχείρησης Κέντρο Διά Βίου Μάθησης Κερατσινίου – Δραπετσώνας, μου εξηγεί τη σημασία αυτής της εξέλιξης για τους κατοίκους της περιοχής.
Μαζί με τον Πολυχώρο Λιπασμάτων, εγκαινιάζεται και ένας πολιτιστικός θεσμός που έμελλε να φέρει στη Δραπετσώνα πλήθος κόσμου από ολόκληρη την Αττική. Το όνομά του εμπνέεται από την βαθιά σχέση της ταυτότητας της πόλης με τη θάλασσα. Η Σταυρούλα, ως εντεταλμένη πολιτισμού και αθλητισμού, ασχολείται ενεργά με τη διαχείριση του φεστιβάλ και μου περιγράφει το σκεπτικό πίσω από την ιδέα.
Το Φεστιβάλ στη Θάλασσα λειτουργεί ως βάση για τη συγκρότηση μιας νέας πολιτιστικής ταυτότητας για την πόλη, που συνδέεται μεν με το βιομηχανικό και εργατικό παρελθόν της, αλλά ανοίγει νέους ορίζοντες για το μέλλον. Το πιο σημαντικό όμως είναι ότι δημιουργήθηκε για να γεμίσουν τα Λιπάσματα ζωή. Με αυτόν τον τρόπο, η Δραπετσώνα θα μπορούσε να προσδιορίσει αυτόνομα τον χαρακτήρα της και να αντικρούσει τους επιχειρηματικούς κύκλους για επενδύσεις σε ναυτιλιακά κέντρα και υπηρεσίες κρουαζιέρας. Έπρεπε να γίνει κατανοητό πως τα Λιπάσματα θα άνηκαν, πρώτα και κύρια, στους ανθρώπους της.
Από το 2017 μέχρι σήμερα, το πάρκο που βρίσκεται στην παλιά βιομηχανική ζώνη των Λιπασμάτων, είναι ένας χώρος που σφύζει από ζωή. Είναι ένας χώρος που κατάφερε να μαζέψει ανθρώπους από κάθε γωνιά της Αττικής και να αναδείξει την πολυδιάστατη ταυτότητα ενός τόπου που ήταν για καιρό στην αφάνεια. Τα δεδομένα μιλούν συχνά από μόνα τους, όμως με ενδιέφερε να μάθω και την άποψη των ίδιων των κατοίκων της Δραπετσώνας, ανθρώπων που έζησαν τα Λιπάσματα, από την εποχή του εργοστασίου μέχρι και σήμερα.
Η καθημερινή ζωή των κατοίκων της περιοχής αλλάζει προς το καλύτερο, όμως ένα σημαντικό κομμάτι της συλλογικής τους ταυτότητας δεν μπορεί να ξεχαστεί τόσο εύκολα. Το εργοστάσιο των Λιπασμάτων ήταν ένα μελανό κεφάλαιο στην ιστορία της πόλης, αλλά πολλοί άνθρωποι της Δραπετσώνας πέρασαν μέσα στα Λιπάσματα ολόκληρες ζωές. Εξαιτίας πολιτικών επιλογών, ένα μεγάλο κομμάτι αυτής της ιστορίας καταστράφηκε μέσα σε μια νύχτα. Τι προδιαγράφει όμως το μέλλον για τη διατήρηση της ιστορίας του εργοστασίου των Λιπασμάτων;
Η διεκδίκηση μιας νέας πραγματικότητας για τη Δραπετσώνα δεν σταμάτησε με το τωρινό πάρκο των Λιπασμάτων. Σε συνεργασία με το Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο, οι τοπικοί φορείς προχώρησαν σε ένα ειδικό πολεοδομικό σχέδιο που δεν περιορίζεται στην ακτογραμμή, αλλά αφορά συνολικά τα 640 στρέμματα της έκτασης. Το σχέδιο περιλαμβάνει τη διατήρηση και επαναχρησιμοποίηση των βιομηχανικών κτιρίων του εργοστασίου, ενώ το συνολικό έργο στοχεύει σε μια αναβάθμιση μεγάλης κλίμακας όχι μόνο για τη Δραπετσώνα και το Κερατσίνι αλλά και τον ευρύτερο Πειραιά.
Σήμερα, οι συνθήκες ζωής στη Δραπετσώνα απέχουν πολύ από την ασφυκτική πραγματικότητα που δημιουργούσε το εργοστάσιο των Λιπασμάτων και οι υπόλοιπες βιομηχανικές μονάδες. Παρόλα αυτά, η πόλη αντιμετωπίζει ακόμη σοβαρές περιβαλλοντικές προκλήσεις, από τη ρύπανση του λιμανιού του Πειραιά και της ευρύτερης περιοχής. Σύμφωνα με περιβαλλοντικές μελέτες από το Εθνικό Αστεροσκοπείο, το Δημόκριτο, και το Μετσόβιο Πολυτεχνείο, οι δραστηριότητες ναυτιλίας, μεταφορών, εμπορευμάτων, και επεξεργασίας πετρελαιοειδών, επηρεάζουν κυρίως τη Δραπετσώνα και το Κερατσίνι. Τι σημαίνει αυτό για τους κατοίκους της πόλης;
Ως μια πόλη που αναπτύχθηκε με γνώμονα την εγγύτητα της στο λιμάνι του Πειραιά, η Δραπετσώνα δεν δοκιμάστηκε περιβαλλοντικά μόνο από το εργοστάσιο των Λιπασμάτων, αλλά και από πολλές ακόμα βιομηχανικές εγκαταστάσεις. Οι περισσότερες από αυτές σταμάτησαν τη λειτουργία τους τη δεκαετία του ‘80 στα πλαίσια της αποβιομηχάνισης της Ελλάδας. Υπάρχουν όμως ακόμη ανοιχτές πληγές. Η σημαντικότερη από αυτές είναι η Oil One. Οι μονάδες της παράγουν τοξικές ενώσεις που κάνουν αφόρητη την ατμόσφαιρα σε ολόκληρη την πόλη. Ο Γιώργος Ταγουζής και ο Βασίλης Τσίγγερης, και οι δύο κάτοικοι της Δραπετσώνας, μου περιγράφουν την εμπειρία τους.
Η πραγματικότητα των κατοίκων της Δραπετσώνας επιβαρύνεται καθημερινά από τις δραστηριότητες της συγκεκριμένης βιομηχανίας. Όμως, στην περίπτωση της Oil One, ελλοχεύουν κίνδυνοι πολύ μεγαλύτεροι. Με αφορμή ένα μεγάλο βιομηχανικό ατύχημα στην πόλη Seveso της Ιταλίας το 1976, οι χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης οφείλουν να ακολουθούν τη λεγόμενη οδηγία Seveso, για εγκαταστάσεις που αποθηκεύουν ή διαχειρίζονται μεγάλες ποσότητες επικίνδυνων ουσιών. Τι προβλέπει η συγκεκριμένη οδηγία για την Oil One;
Πίσω στο 2017, συγκεκριμένες κυβερνητικές αποφάσεις επιτρέπουν στην Oil One να παραμείνει στην περιοχή για τα επόμενα 20 χρόνια. Η Δραπετσώνα πρέπει, αυτή τη φορά, να αντιμετωπίσει μια βιομηχανική εγκατάσταση που όχι μόνο ρυπαίνει καθημερινά την ατμόσφαιρά της, αλλά, εξ αρχής, δεν θα έπρεπε να βρίσκεται μέσα στην πόλη λόγω της επικινδυνότητάς της. Τα σενάρια είναι δυσχερή, όμως κάτοικοι και τοπικοί φορείς δεν εγκαταλείπουν τη μάχη.
Από τα γεννοφάσκια της, η Δραπετσώνα ήταν μια κοινωνία εργατών που ζούσε στις παρυφές των βιομηχανιών που μόλυναν τον αέρα, τη γη, τη θάλασσά της. Οι άνθρωποί της μάθαιναν από την αρχή της ζωής τους, ότι το πεπρωμένο τους ήταν εγκλωβισμένο ανάμεσα σε βιομηχανικές μονάδες και φουγάρα. Όταν άρχισαν να συνειδητοποιούν το κόστος που έπρεπε να πληρώσουν, άρχισαν να οραματίζονται ότι κάποια στιγμή, η Δραπετσώνα θα γινόταν ένας διαφορετικός και πιο φιλόξενος τόπος. Η απομάκρυνση των εργοστασίων για μια καλύτερη ζωή ήταν ένα αίτημα που για δεκαετίες έμοιαζε ως μια άπιαστη ουτοπία. Έπειτα από πολλούς αγώνες, το κλείσιμο του εργοστασίου των Λιπασμάτων και η δημιουργία του Πολυχώρου ήρθε ως μια πολυπόθητη νίκη για τους ανθρώπους του τόπου, μια ανάσα ελευθερίας που την είχαν ανάγκη. Τώρα πια, η πόλη ανοίγει ένα νέο κεφάλαιο στην ιστορία της, και ακόμα και αν υπάρχουν ανοιχτές πληγές, αυτό που έχει αποδείξει είναι πώς ξέρει να αντιστέκεται.
Αυτό ήταν το έκτο και τελευταίο επεισόδιο του Πάρκου Εργατιάς, ενός ηχητικού ντοκιμαντέρ έξι επεισοδίων που ρίχνει φως στην ιστορία των Λιπασμάτων και των ανθρώπων που έζησαν και εργάστηκαν στην περιοχή. Για να ακούσετε όλα τα επεισόδια, μπορείτε να ακολουθήσετε το κανάλι του Πολυχώρου Λιπασμάτων στο Spotify και στα Google και Apple podcasts.
Το «Πάρκο Εργατιάς» είναι μια παραγωγή του Spoovio σε συνεργασία με τον Πολυχώρο Λιπασμάτων, το Κέντρο Δια Βίου Μάθησης Κερατσινίου – Δραπετσώνας, τον οργανισμό COMM’ON και το Δήμο Κερατσινίου – Δραπετσώνας. Πραγματοποιείται με την επιχορήγηση του Υπουργείου Πολιτισμού.
Έρευνα – Σενάριο – Αφήγηση: Έλλη Ξυπολιτάκη
Sound Design – Μίξη ήχου: Βασίλης Βήττας
Σε συνεργασία:
Με την επιχορήγηση και την αιγίδα: